Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑ  ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ


     Ο  κατηγορούμενος καθόταν στο εδώλιο με φανερή νευρικότητα. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο αδύνατο ανθρωπάκι. Δεν φαινόταν να ξεπερνάει σε ύψος το ένα και εξήντα. Κοίταζε ανήσυχα τους δικαστές που κάθονταν στην έδρα.
      --Τι έχουμε εδώ, ρώτησε ο πρόεδρος τον εισαγγελέα.
      --Υπόθεση χειροδικίας, απάντησε εκείνος.
Ο πρόεδρος διάβασε γρήγορα τα χαρτιά μπροστά του και κατέβασε το βλέμμα του στον κατηγορούμενο αγριεμένος.
      --Μπα  μπα  είσαι νταής  ε…!  Βλέπω εδώ στα χαρτιά ότι χαστούκισες τον συγχωριανό σου. Όταν βρίσκουμε κανένα πιο αδύνατο κάνουμε ότι μας αρέσει….!
     --Τον χαστούκισα κύριε πρόεδρε …αλλά δεν είμαι νταής….απάντησε φοβισμένο το ανθρωπάκι.
     --Και γιατί τον χαστούκισες ;
     --Να……  κύριε πρόεδρε……. δεν μίλησε καλά στα παιδιά μου…
     --Δηλαδή τι τους είπε…ειρωνεύτηκε ο πρόεδρος.
     --Να……τους  έλεγε……. Ρε λιμασμένα δεν σας φτάνει η πείνα σας……θέλετε να μου πάτε και στο Γυμνάσιο……
Ο πρόεδρος πήγε κάτι να πει, συγκρατήθηκε, ξανακοίταξε τα χαρτιά του και τελικά  χαμηλώνοντας τη φωνή είπε.
     --Καλά και συ  έπρεπε να τον χτυπήσεις ;
     --…………………………….
     --Για να έλθει ο παθών…. .είπε ο πρόεδρος.
     Από το βάθος της  αίθουσας  ακούστηκε σαν από βαρύτονο ένα   ’’μάλιστα  κύριε πρόεδρε’’  και ο παθών προχώρησε προς την  έδρα  του Δικαστηρίου.     
Ήταν ένας τύπος εύσωμος. καλοζωισμένος, κοντά στα δύο μέτρα ψηλός  μ’ ένα παχύ μουστάκι  να χωρίζει στα δύο  το καλοθρεμμένο πρόσωπο του. Πλησίαζε προς τον πρόεδρο και τα εκατόν τόσα  κιλά του έκαναν το πάτωμα να τρίζει.
   --Μάλιστα κύριε πρόεδρε, ξαναείπε.
   --Είσαι ο παθών, ρώτησε ο πρόεδρος
   --Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
   Το κεφάλι του προέδρου πήγαινε δεξιά  αριστερά συνέχεια λες και παρακολουθούσε  μπαλάκι σε αγώνα τένις. Κοίταζε μια  τον κατηγορούμενο, μια το θύμα, μια τον εισαγγελέα.
   Ο εισαγγελέας κατέβασε  λίγο στη μύτη του τα  γυαλιά  του φανερά αμήχανος. Λες και ήταν το σύνθημα  το ίδιο έκανε και ο πρόεδρος . Κατέβασε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του με κίνδυνο να του πέσουν και κοίταξε τον μηνυτή από πάνω τους.
   --Και σε χαστούκισε αυτός  εδώ…..!  Και έδειξε τον κατηγορούμενο             
   --Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
    --Αυτός εδώ…και έκανε μια κίνηση με τα χέρια για να δείξει πόσο μικροκαμωμένος  και κοντός ήταν ο κατηγορούμενος.
    --Μάλιστα κύριε πρόεδρε… είπε ο μηνυτής,  λες και δεν ήξερε άλλη λέξη.
    --Εσένα , ξαναρώτησε ο πρόεδρος .
    --Μάλιστα  κύριε πρόεδρε.
Και ο πρόεδρος ξερά :
    --Tο δικαστήριο αμφιβάλλει και απαλλάσσει  και για να γίνω πιο σαφής, αθώος ο κατηγορούμενος….!
     
    Όλο το ακροατήριο και εγώ που παρευρισκόμουν, δεν ξέρω γιατί, αλλά είχαμε την αίσθηση ότι ο πρόεδρος ευχαριστήθηκε την  απόφαση πιο πολύ από τον κατηγορούμενο και τα  παιδιά  του που περίμεναν καθισμένα  στο βάθος της αίθουσας.             















Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΓΩΝΙΑ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑ ΚΑΙ ΑΓΡΑΣ

     Μόλις είχες κλείσει τα δεκάξι σου χρόνια και σαν ξημέρωνε ήσουν στο παράθυρο. Περίμενες την ώρα που θ’ άκουγες το ρυθμικό περπάτημα των αλόγων. Τότε τέντωνες το κεφαλάκι σου έξω και το βλέμμα σου καρφωνόταν στη γωνία Τσικλητήρα  και Άγρας, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκεί θα εμφανιζόταν σε λίγο ο ουλαμός του ιππικού που πήγαινε για την έπαρση της σημαίας μπροστά στο Στάδιο. Πρώτα έβλεπες τον επικεφαλής και άρχιζες το μέτρημα. Πρώτη τετράδα, δεύτερη, τρίτη τετράδα και να ο αγαπημένος σου. Ο δεύτερος από δεξιά………
     Ένας αγαπημένος που δεν ήξερες ούτε πως τον έλεγαν, ούτε που έμενε, ούτε θα το μάθαινες ποτέ. Μόνο στα όνειρα σου του έδινες όνομα και περπατούσατε μαζί σε κήπους με τριανταφυλλιές, βασιλικούς και βοκαμβίλιες. Πηγαίνατε μαζί, στην άκρη της θάλασσας πιασμένοι χέρι-χέρι, να δείτε το ηλιοβασίλεμα. Και κει ακουμπούσες το κεφαλάκι σου στους ώμους του, νοιώθοντας την ευτυχία να σου ναρκώνει το σώμα. Και τα όνειρα σου ταξίδευαν…. Ταξίδευαν με καλπασμό σαν τ’ άλογα που περνούσαν τώρα και χάνονταν στη άλλη γωνία.          
     Ένας  αναστεναγμός έβγαινε από τη ψυχή σου σαν τον έκρυβε η επόμενη γωνία. Θα γύριζαν πίσω από άλλο δρόμο. Θα περίμενες μέχρι το βράδυ όταν θα πήγαιναν για την υποστολή της σημαίας για να τον ξαναδείς. Μέχρι τότε στο μυαλό σου θα σκεφτόσουν το παράστημα, την ομορφιά, και αν ήταν πραγματικότητα αυτό που φαντάστηκες κάποια στιγμή.   Ότι σαν να σου φάνηκε πως το βλέμμα του, κάποια στιγμή καρφώθηκε στο βλέμμα σου. Και ένοιωσες πως και αυτός σ’ αγαπούσε όπως τον αγάπαγες και συ. Γιατί εσύ τον αγαπούσες μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Και θα περιμένεις και το άλλο πρωί και το άλλο σούρουπο και το άλλο…και το άλλο…
     --Κι αν πάρει καμιά μετάθεση… σκεφτόσουν.
     --Όχι, δεν θα συμβεί σε μένα αυτό…απαντούσες μόνη σου στο ερώτημα σου και ησύχαζες.
      Οι μέρες έφευγαν η μία μετά την άλλη τόσο γρήγορα όσο τα όνειρα που έκανες για τον αγαπημένο σου. Πέρασαν οι μήνες, συμπληρώθηκε χρόνος και συ στο παράθυρο, πρωί βράδυ, με το βλέμμα στη γωνία Τσικλητήρα και Άγρας να περιμένεις τον άγνωστο που είχες βάλει στην καρδιά σου.
     Και ξαφνικά ένα πρωί…δεν τον είδες. Κάποιος άλλος ήταν στη θέση του…Ένα σύγκρυο διαπέρασε το κορμί σου. Τα πόδια σου καρφώθηκαν στο πάτωμα και δεν μπορούσες να κινηθείς.
     --Θα  μου αρρώστησε… σκέφτηκες…. Θα γίνει καλά όμως και σε λίγες μέρες θα τον δω….μπορεί και αύριο….φούντωνε μέσα σου η ελπίδα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
     Δεν τον ξαναείδε από τότε. Μετά από δυο εβδομάδες υπομονής ένοιωσε ότι ο άγνωστος αγαπημένος  την πρόδωσε και δεν ξανάνοιξε το παράθυρο η φίλη μου η Μαρούλα. Και αν τύχαινε να είναι στο δρόμο μαζί μας το βράδυ σαν πέρναγε ο ουλαμός του ιππικού, προφασιζόταν ότι είχε ξεχάσει κάτι και έτρεχε μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς που μοιραζόταν τον πόνο της μαζί μου και ξέφευγε λίγο το μυαλό της. Τότε καταλάβαμε και οι δύο ότι και η αγάπη πονάει.       
        Πέρναγαν  τα χρόνια, φτάσαμε  είκοσι  χρονών, κάτι   ο χρόνος
κάτι η φροντίδα του νοικοκυριού,  αποκλειστική δουλειά των κοριτσιών τότε, έκαναν τη Μαρούλα να ξεχάσει τον άγνωστο αγαπημένο της. Δεν μου ανάφερε ποτέ τίποτα και εγώ έκανα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ποτέ. Το μόνο ερωτηματικό που είχα, αλλά δεν τολμούσα να το ξεστομίσω ήταν, γιατί τέσσερα χρόνια τώρα η Μαρούλα, δεν άνοιγε το παράθυρο που έβλεπε στη γωνία Τσικλητήρα και Άγρας.                                    
………………………………………………………………………….
 …………………………………………………………………………      
       Πέντε στενά πιο κάτω από το σπίτι της Μαρούλας, ο Αντώνης και η παρέα του, εκείνο το βράδυ τα είχαν ετοιμάσει όλα. Οι δυο του φίλοι γρατζούναγαν τις κιθάρες τους προσπαθώντας να συγχρονισθούν με τον Αντώνη που σιγοτραγουδούσε καθισμένος δίπλα τους. Κάθε τόσο κάποιος από τους τρεις τους έβγαζε το ρολόι του από το τσεπάκι του γιλέκου του και ανήγγελλε την ώρα.
      --Δέκα η ώρα ……Άντε δυο ώρες θέλουμε ακόμη.
      Είχαν έρθει από νωρίς στο ταβερνάκι δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έπιναν το κρασάκι τους και ετοιμάζονταν για την βραδινή καντάδα.
     --Ρε Αντώνη είσαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο η κοπέλα που θα  πάμε να της τραγουδήσουμε….ρώτησε ο ένας από τους κιθαρίστες.
     --Σου το ξαναείπα δεν υπάρχει καλύτερη σ’ όλο το Βατραχονήσι…είπε ο Αντώνης.
     --Χαλάλι τότε ο κίνδυνος να μας ξυλοφορτώσουν οι δικοί της, αφού σ’ αρέσει τόσο……απαντούσαν οι άλλοι.
     Οι θαμώνες της ταβέρνας είχαν μπει ήδη στο νόημα. Άρχιζαν να συνοδεύουν στην αρχή χαμηλόφωνα και αργότερα πιο θαρρετά τον Αντώνη στο τραγούδι.
     --Έντεκα η ώρα….φώναξε κάποιος από το διπλανό τραπέζι. Πότε με το καλό ξεκινάτε ;
     --Κατά τις δώδεκα… απάντησε ο Αντώνης και ακούστηκε σ’ όλη την ταβέρνα, καθώς είχαν κάνει όλοι ησυχία για να ακούσουν.
     --Την αγαπάς μωρέ….ακούστηκε μια φωνή από το βάθος.
     --Και βέβαια την αγαπάω……..Την είδα στην εκκλησία και έχασα τα λογικά μου απάντησε ο Αντώνης.
      Οι δυο του φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Ο Αντώνης συνήθως πολύ ντροπαλός, για να το ομολογεί σε τόσο κόσμο, πρέπει να ήταν ερωτοχτυπημένος. Κρασί πάντως δεν είχε πιει τόσο πολύ ώστε να μη ξέρει τι λέει.
       Το τραγούδι και το κέφι μέσα στην ταβέρνα όσο περνούσε η ώρα άναβε. Οι κιθάρες σιγοντάριζαν όποιον ξεκινούσε κάποιο τραγούδι. Τα εικοσιπέντε με τριάντα άτομα που βρίσκονταν στην υπόγεια  ταβέρνα είχαν γίνει μια μεγάλη παρέα.
      --Και πιο τραγούδι θα της πούμε ρε παιδιά…..ακούστηκε μια άλλη φωνή από την άλλη γωνία της ταβέρνας.
      Έγινε χαλασμός. Ο καθένας πρότεινε και κάτι. Ξαφνικά το ζήτημα για να μην πούμε πρόβλημα του Αντώνη είχε γίνει πρόβλημα όλων. Που λύθηκε όμως γρήγορα από τον πιο γέρο της μεγάλης πια παρέας.
     --Ξεκίνα εσύ Αντώνη την κάθε αράδα της καντάδας και την ξαναλέμε εμείς….είπε και συμφώνησαν όλοι.
     Οι τρεις φίλοι σηκώθηκαν πρώτοι. Ήταν η ώρα δώδεκα. Όλοι οι άλλοι τους ακολούθησαν. Η ταβέρνα άδειασε χωρίς να πληρώσει κανένας. Ο ταβερνιάρης δεν ανησύχησε. Τους ήξερε όλους. Θα το κανόνιζαν αύριο. Ξεκίνησε κι αυτός μαζί τους. Δεν το έχανε τούτο το σημερινό με τίποτα.
     Οι φανοστάτες στην οδό Ερατοσθένους ήταν όλοι αναμμένοι και φώτιζαν όλη την παρέα καθώς πήρε την ανηφόρα ανάμεσα στις ράγες του τραμ που ανέβαιναν προς το Παγκράτι. Μπροστά πήγαινε ο Αντώνης με τους δύο κιθαρίστες και πίσω τους ακολουθούσαν οι υπόλοιποι που βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα. Δεν ήταν και άγνωστοι  μια και έμεναν στις γύρω γειτονιές αλλά δεν ήσαν και πρώτοι φίλοι. Σε τούτη την περίσταση όμως, λες και τους είχε ενώσει κάτι και ζούσαν την όλη κατάσταση σαν  προσωπικό τους θέμα. Ακολουθούσαν λοιπόν τους τρεις φίλους ήσυχα σχεδόν συνωμοτικά, απολαμβάνοντας συγχρόνως την καλοκαιρινή τούτη βόλτα που ήτανε βουτηγμένη στις μυρωδιές των φρεσκοποτισμένων λουλουδιών στους μικρούς κήπους και τα μπαλκόνια των σπιτιών κατά μήκος της Ερατοσθένους. Κάτι το άρωμα των λουλουδιών, κάτι το αεράκι που θρόιζε ανάμεσα στα πλατάνια του διπλανού Ιλισού, κάτι τα ερωτικά καλέσματα των βατράχων που αφθονούσαν στις όχθες του και σ’ όλο το Βατραχονήσι, κάτι ο ομολογημένος  έρωτας του Αντώνη,  τους είχε συνεπάρει όλους και ένοιωθαν ότι τούτη η νύχτα ήταν φτιαγμένη μόνο για αγάπη και καντάδα.
     Ανέβηκαν την Ερατοσθένους και δυο δρόμους πριν το τέλος της ο Αντώνης έστριψε δεξιά. Ο γωνιακός φανοστάτης φώτιζε αμυδρά την ταμπέλα του δρόμου. Έγραφε  ’’ΟΔΟΣ  ΤΣΙΚΛΗΤΉΡΑ’’. Σταμάτησαν λίγο πριν το τέλος του δρόμου πριν βγουν στην οδό Άγρας. Περπατούσαν σιγά να μη ξυπνήσουν τον κόσμο που κοιμόνταν, με ανοιχτά τα παράθυρα του, τούτο το γλυκόκαιρο καλοκαιρινό βράδυ. Σταμάτησε ο Αντώνης απέναντι από το μόνο παράθυρο που είχε κλειστά και τα παντζούρια ακόμη. Πίσω του πήραν θέση τα κατά τύχη μέλη της νεοσύστατης χορωδίας και οι κιθαρίστες άρχισαν. Ο Αντώνης έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε:     
                              Ξύπνα  Μαρούλα κι άκουσε
                              κάποιο μινόρε  της αυγής
και οι υπόλοιποι επανέλαβαν τους στίχους του τραγουδιού με τέτοια αρμονία λες και είχαν κάνει πολλά βράδια  πολλές ώρες  πρόβα.
                               Για σένανε είναι γραμμένο
                                από το κλάμα κάποιας ψυχής
                                ………………………………
                                ………………………………
     Είχαν γίνει πολλές καντάδες στη γειτονιά. Μα σαν αυτή και από τόσα άτομα δεν είχε ξαναγίνει. Ένα - ένα  άρχισαν να φωτίζονται όλα τα παράθυρα της γειτονιάς και ακόμη πιο πέρα.
                               Έβγα στο παραθύρι σου
                                μικρέ  βασιλικέ μου….
άρχιζε καινούργιο τραγουδάκι ο Αντώνης κι άλλοι ακολουθούσαν  όπως τα είχαν συμφωνήσει.
                                Και με γλυκό χαμόγελο
                                μια καληνύχτα πες μου
                                ………………………..
                                ………………………..
     Εκείνο το βράδυ ο Αντώνης και η περίεργη παρέα του κατάφερε να κρατήσει όλη  την γειτονιά  ξάγρυπνη μέχρι τις πρωινές ώρες. Και όχι μόνον. Μετά από τέσσερα χρόνια η Μαρούλα  ξανάνοιξε το παράθυρο της και μαζί την καρδιά της στην αγάπη του Αντώνη.
      Ο γάμος τους έγινε μετά από ένα χρόνο………………………







Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Η ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΗ  ΤΙΜΩΡΙΑ
  Ή Ο ΘΕΟΣ ΤΑ ΠΑΝΘ’ ΟΡΑ


      Ο  κυρ – Γιώργης  τα είχε τα  ελαττωματάκια  του. Αλλά εκείνη η λαιμαργία του ήταν άλλο πράγμα . Άνθρωπος θεοσεβούμενος, δεν άκουγε τις παραινέσεις,  ούτε του φίλού του παπά, ούτε της κυράς του.
      --Πρόσεξε, τούτη  σου η λαιμαργία θα σε βάλει σε μπελάδες . Χώρια που στο τεφτέρι του Θεού γράφεται σαν ένα από τα επτά  θανάσιμα  αμαρτήματα . Πρόσεξε, είσαι και επίτροπος στην εκκλησία και πρέπει να δίνεις το καλό παράδειγμα…… του έλεγε  ο παπάς.
      --Συγκρατήσου, έχεις γίνει ρεζίλι σε όλους. Όπου και να πάω  δεν με ρωτάνε τίποτα άλλο από το  …τι μαγείρεψες σήμερα …..είχες συκωτάκια ;….τον έτρωγε κάθε μέρα η κυρά του.
      Παρ’ όλα αυτά  όταν έβλεπε μεζεδάκια και μάλιστα τηγανητά δεν ήξερε τι πάθαινε. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Όταν η κυρά του τηγάνιζε μεζεδάκια και ιδίως συκωτάκια, έδινε ολόκληρη μάχη να τον κρατήσει μακριά για να μη καεί, καθώς κυριολεκτικά  τα  καμάκωνε μέσα από το τηγάνι μισοψημένα.  Τον είχαν μάθει όλοι στη γειτονιά και σαν έβαζαν να τηγανίσουν ήξεραν ότι σε λίγο θα τους επισκεπτόταν με διάφορες προφάσεις. Ήξεραν ότι δεν θα έφευγε αν δεν άκουγε τη γνωστή φράση της νοικοκυράς :
      --Κόπιασε να πάρεις ένα μεζέ και να πιεις  ένα ποτήρι κρασί…….
Τόξεραν όλοι το ελάττωμα του και τον παίδευαν λιγάκι μέχρι  να τον φιλέψουν. Τόξερε και ο ίδιος  ότι  τούτη η λαιμαργία θα τον έστελνε στην κόλαση. Ούτε τις νηστείες μπορούσε να κρατήσει και ….ο Θεός τα πανθ’ ορά…….σκεφτόταν. Αλλά και τα  πάντα τα συγχωρεί…….ξανασκεφτόταν. Ζήταγε λοιπόν συγχώρεση για το αμάρτημα του, είχε και την ελπίδα  ότι αφού σαν επίτροπος στην εκκλησία  εκτελούσε άψογα τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο Θεός θα τον έκρινε με επιείκεια και έτσι ησύχαζε η συνείδηση  του.                  
       Έτσι και τούτη την Κυριακή στη πρώτη καμπάνα  ήταν  έτοιμος για την εκκλησία. Ούτε καφέ, ούτε νερό είχε πιει. Δεν του το επέτρεπε και η κυρά του.
      --Πως θα φας το αντίδωρο, αν έχεις αρτυθεί….του  έλεγε. Να κρατάμε και τους νόμους του Θεού…συμπλήρωνε.
      --Άσε τις συμβουλές γυναίκα  και βιάζομαι. Χτύπησε η πρώτη καμπάνα. Θα αργήσω σου λέω.
      --Καλά…καλά…μη βιάζεσαι. Χριστιανοί, χριστιανοί, να δίνουμε το καλό παράδειγμα αλλά να μη μας πιάνουνε και κορόιδα..… Ας  πάνε και οι άλλοι επίτροποι πρώτοι, όχι συνέχεια εσύ.
      Ο κυρ- Γιώργης  κοίταζε συνέχεια το ρολόι του….. Ανάθεμα σε γυναίκα..….σκεφτόταν…..  δεν θα τους προλάβω….  Δεν θα τους προλάβω….
Και φωναχτά :
     --To υποσχέθηκα στον παπά να πάω πρωί – πρωί  σου λέω…Φεύγω.
        Δεν περίμενε απάντηση και ξεκίνησε για την εκκλησία  σχεδόν τρέχοντας, παρά τα χρόνια του. Στο δρόμο μονολογούσε :
       --Ανάθεμα  την…….δεν  θα τους προλάβω…….δεν θα τους προλάβω.
     Αν ήξερε τι τον περίμενε τούτη την Κυριακή τον κυρ- Γιώργη, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του και θα άφηνε τον εκκλησιασμό για την άλλη Κυριακή.
   Τρεις δρόμους πριν την εκκλησία  ήταν το λιοτρίβι του Αδαμόπουλου. Εκεί η δουλειά δεν σταματούσε ποτέ. Ήταν η εποχή που μαζεύονταν οι ελιές και δούλευαν μέρα  νύχτα . Κάπου-κάπου ξεκουράζονταν με βάρδιες, έτρωγαν κάτι πρόχειρο και συνέχιζαν.
       Κάθε Κυριακή πρωί όμως ήταν διαφορετικά. Το αφεντικό πάντα αγόραζε δυο-τρεις  συκωταριές και  μόλις χτύπαγε η πρώτη καμπάνα σταματούσαν να γυρίζουν  οι πέτρες που έλιωναν τις ελιές και άρχιζε το τηγάνισμα και η προετοιμασία για ένα καλό κολατσιό. Πρωτοστατούσε ο Νικολάκης  ο  Ζάβαλης, μεγάλος πλακατζής,  που έφτανε να κάνει πλάκες ακόμα και στον εαυτό του. Το τελευταίο  του κατόρθωμα  ήταν πριν δυο μήνες όταν είχε χάσει το κόμμα του στις εκλογές. Κατά τα μεσάνυχτα λοιπόν έδεσε πίσω από το μουλάρι του καμιά  δεκαριά ντενεκέδες και γύρισε όλο το χωριό ξυπνώντας τους όλους. Και σαν τον ρώτησαν το γιατί απάντησε.
      --Προκειμένου να μου κρεμάσετε εσείς τους ντενεκέδες, αφού  έχασε το κόμμα μου, τους κρέμασα μόνος μου να το ευχαριστηθώ κιόλας…..
       Η  καλοπροαίρετη πλάκα στους άλλους και ο αυτοσαρκασμός και η διοργάνωση γλεντιών ήταν το στοιχείο του.
       Πρωτοστατούσε λοιπόν και στη διοργάνωση τούτου του πρόχειρου κολατσιού μέσα στο λιοτρίβι ο Νικολάκης . Και είχε πάρει το πολύ σοβαρό του ύφος. Και όλοι  ήξεραν ότι όταν έπαιρνε αυτό το ύφος, κάποια  πλάκα ετοίμαζε.
       Στρώθηκαν λαδόκολλες  πάνω σ’  ένα μακρόστενο πάγκο και πάνω στις λαδόκολλες  απλώθηκαν τσακιστές ελιές,  τυριά , παστές σαρδέλες και ένα καρβέλι ψωμί κομμένο με το χέρι σε μικρά  κομμάτια. Στη μέση  έβαλαν ένα μεγάλο ταψί για να ρίξουν τα συκωτάκια που ετοιμάζονταν. Η τσίγκινη κανάτα με το κρασί ήταν γεμάτη και οι κούπες  έτοιμες.
      Τηγάνισαν τις  ψιλοκομμένες συκωταριές, τις έριξαν στο ταψί, μοσχοβόλησε το λιοτρίβι. Δεν τ’ άφησαν όμως στο τραπέζι. Τα  έκρυψαν κάπου στο βάθος. Ξανάβαλαν το τηγάνι στη γκαζιέρα  με τα λάδια  που είχαν  απομείνει από το προηγούμενο τηγάνισμα  έριξαν μέσα  ψιλοκομμένους φελλούς και άρχισε το ανακάτεμα ο Νικολάκης λέγοντας :
       --Ξηγηθήκαμε εεε….! Μη γελάσει κανένας σας όταν έλθει ο κυρ- Γιώργης ….Εντάξει…..;
       Εδώ λοιπόν βιαζόταν να φτάσει ο κυρ- Γιώργης  και τούτοι κάτι του ετοίμαζαν….!
       Κάθισαν όλοι γύρω από τον  πάγκο πήραν τα πιρούνια στο χέρι και τα  μάτια τους καρφώθηκαν στην πόρτα . Ήξεραν ότι από λεπτό σε λεπτό θα συνέβαινε ότι και τις άλλες Κυριακές. Θα πέρναγε δήθεν να τους πει  ’’καλημέρα’’ ο  κυρ - Γιώργης . Έφτανε συνήθως όταν όλα ήταν έτοιμα για το κολατσιό.
       --Καλημέρα  παιδιά, ακούστηκε έξω από την πόρτα…και λαχανιασμένος εμφανίστηκε αυτός που περίμεναν.
       --Καλημέρα, ξαναείπε, άκουσα φωνές και ….είπα να μπω να δω τι κάνετε. Όλοι καλά……ρώτησε.
       --Καλημέρα, όλοι και όλα καλά …..απάντησε ο Νικολάκης. Αν πας για την εκκλησία άναψε και ένα κερί για μας….. Βοήθεια μας….και έκανε το σταυρό του.
       Ανταλλάχθηκαν οι χαιρετισμοί, μα ο πρωινός επισκέπτης δεν συνέχιζε το δρόμο του για την εκκλησία. Αυτό γινόταν κάθε φορά. Ο ένας στεκόταν στην πόρτα περιμένοντας το κάλεσμα. Με τα ρουθούνια  του να ανοιγοκλείνουν και να μυρίζουν τη διάχυτη μοσχοβολιά της συκωταριάς, περιμένοντας το κάλεσμα. Οι άλλοι το ήξεραν αλλά καθυστερούσαν. Κάθε Κυριακή το ίδιο. Σαν θεατρική παράσταση που και τα δύο μέρη έπαιζαν με σεβασμό στην τέχνη το ρόλο τους. Ο ένας περίμενε και σκεφτόταν…..’’που θα πάει από ευγένεια θα μου το πουν’’. Και οι άλλοι….’’ας τον παιδέψουμε λίγο ακόμη’’….
       --Κόπιασε κυρ- Γιώργη να πάρεις ένα μεζέ μαζί μας….ακούστηκε η φωνή του Νικολάκη.
      Έλαμψε το πρόσωπο του με το χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά  ενώ με το χέρι του χάιδεψε το στομάχι του.
      --Ευχαριστώ….δεν είναι ανάγκη…δεν πρέπει και να αρτυθώ….αλλά για να μη σας προσβάλλω θα τσιμπήσω ένα μεζεδάκι.
      Και πήρε θέση στο κέντρο του πάγκου ενώ ο Νικολάκης  άδειασε σε μια γαβάθα που είχαν βάλει στο τραπέζι, τους τηγανισμένους φελλούς, μαυρισμένους, λαδωμένους, ίδια συκωτάκια.  Όλοι εκτός από τον επισκέπτη άρχισαν να τρώνε ελιές , τυρί και ψωμί. Ο κυρ Γιώργης, το είπαμε,  είχε αδυναμία στα  συκωτάκια  και με τρεις απανωτές πιρουνιές γέμισε το στόμα του με τους τηγανισμένους φελλούς. Ποτισμένοι όπως ήσαν με το λάδι από τα πραγματικά συκωτάκια δεν καταλάβαινε τίποτα. Μάσαγε….μάσαγε….μάσαγε… ’’τ’ άφησες παραπάνω και σκληρύνανε’’…. είπε και προσπάθησε να τα καταπιεί Κοκκίνισε από την προσπάθεια αλλά  τίποτα…….Ξαναπροσπάθησε να τα καταπιεί, κοκκίνισε πάλι, αλλά η λαιμαργία του δεν τον άφηνε να τα βγάλει από το στόμα. Το πράγμα άρχισε να γίνεται επικίνδυνο….Είχαν  δακρύσει τα μάτια του από την προσπάθεια………
         Κατάλαβε επιτέλους  ότι δεν έτρωγε συκωτάκια όταν στέγνωσαν οι φελλοί  από το πολύ μάσημα και έφυγε το λάδι από τα πραγματικά συκωτάκια  που ήταν ποτισμένοι. Είδε όλους τους άλλους που είχαν πέσει πάνω στο λιοκόκι και κρατούσαν την κοιλιά τους  από τα γέλια και έφτυσε τους φελλούς από το στόμα του. Αυτός ήταν δακρυσμένος από την προσπάθεια να καταπιεί και οι υπόλοιποι από τα γέλια……!
         Ξαφνιασμένος κοίταζε γύρω του τους άλλους, που κόντευαν να μείνουν από τα γέλια. Τελείως αμήχανος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει ώσπου παρασυρμένος από τα γέλια των άλλων, άρχισε κι αυτός να γελάει……
       --Φελλούς….φάγαμε…..ρε…. παιδιά…..ρώτησε ξεκαρδισμένος στα γέλια.
       --Να  δούμε ήταν σαν τούτους….απέφυγε την ερώτηση ο Νικολάκης και ακούμπησε στο τραπέζι το ταψί με τα πραγματικά συκωτάκια.
       Μόλις τα είδε ο κυρ-Γιώργης τους τα συγχώρεσε  όλα  ιδίως αφού τον άφησαν να φάει το μισό ταψί.
       Όταν τελείωσε και δεν μπορούσε να φάει άλλο έφυγε ευχαριστημένος για την εκκλησία. Δεν υπολόγισε ότι το μαρτύριο του θα συνεχιζόταν. Γιατί οι φελλοί που είχε ξεζουμίσει μασώντας  τους συνέχιζαν τη ζημιά  τους έχοντας την ιδιότητα να προκαλούν ευκοιλιότητα και πολλά αέρια .
        Εκείνη την Κυριακή, όλο το εκκλησίασμα  είδε  τον κυρ-Γιώργη, ενώ έβγαζε τον καθιερωμένο δίσκο, να τον πετάει ξαφνικά στο δάπεδο της εκκλησίας  και να τρέχει προς την έξοδο. Το φευγιό του το συνόδευε ο ήχος των κερμάτων που σκόρπισαν κυλώντας παντού μέσα στην εκκλησία  και κάτι υπόκωφοι σωματικοί θόρυβοι που μάταια ο ψάλτης και ο παπάς, με τον ξαφνικό βήχα που τους έπιασε,  προσπαθούσαν να καλύψουν…………
        Ο κυρ-Γιώργης  ακόμα αναρωτιέται αν ήταν τιμωρία από τον Θεό που τα  πανθ’ ορά  ή έργο του Σατανά. 
               
                           
            
               
      
    





Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010


ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ
OΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ


      Εποχή πολιτικής διαμάχης  στην Ελλάδα μεταξύ Βασιλικών και Δημοκρατικών. Οι Βασιλικοί υποστήριζαν  ότι ο θεσμός της κληρονομικής Βασιλείας  ήταν το καλύτερο πολίτευμα  για την  χώρα και ήθελαν την επιστροφή του Βασιλιά από το εξωτερικό που είχε αναγκασθεί να καταφύγει. Οι  Δημοκρατικοί δεν ήθελαν τον Βασιλιά για ανώτατο άρχοντα αλλά κάποιο που θα εκλεγόταν από το λαό και φόρτωναν στο Βασιλιά την ευθύνη για όλα τα δεινά που είχε περάσει η Ελλάδα μέχρι τότε.  Όπως έλεγαν με πάθος η μια παράταξη ήθελε  ’’Βασιλεία’’ και η άλλη ’’Δημοκρατία’’.
     Στην  Ελλάδα το κέντρο των εξελίξεων  είναι πάντα η Αθήνα . Αυτό δεν εμποδίζει το πάθος και η ένταση να φτάνει μέχρι και το τελευταίο χωριό της  χώρας όπου πολλές φορές  ο κόσμος  είναι πιο φανατισμένος από την Αθήνα.
     Το κεφαλοχώρι κοντά στο Χελμό δεν μπορούσε να είναι εξαίρεση. Ο κόσμος  διχασμένος σε δύο παρατάξεις  δεν ήθελε να βλέπει ο ένας τον άλλο. Και τα δύο καφενεία του χωριού είχαν χωρισθεί. Στο ένα πήγαιναν οι Βασιλικοί και στο άλλο οι Δημοκρατικοί.
     Ήταν Μάρτιος  του 1924 και οι πληροφορίες από την Αθήνα έλεγαν ότι εκείνη την ημέρα θα  κρίνονταν  τα πάντα. Θα  είχαμε ή Βασιλεία ή Δημοκρατία. Έτσι έλεγαν οι πληροφορίες και το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλη τη χώρα και όλοι περίμεναν με αγωνία. Τα δύο καφενεία είχαν γεμίσει από νωρίς.  
     Το νέο έφτασε κοντά στο μεσημέρι. Είχε καταλυθεί η Βασιλεία και ανακηρύχθηκε η  Δημοκρατία σαν νόμιμο πολίτευμα της Ελλάδας.
     Οι χαρές και τα πανηγύρια από το στέκι των Δημοκρατικών  ήσαν τόσο έντονα όσο και οι βρισιές και  οι κατάρες από το στέκι των Βασιλικών.
    
      Δεν πέρασαν  ούτε πέντε λεπτά  και από το καφενείο των Δημοκρατικών βγαίνει φουριόζος ο Γιαννέτζος. Παθιασμένος  Δημοκρατικός,  ορκισμένος αντιβασιλικός, πανευτυχής με τα νέα και
τρέχει στο διπλανό ύψωμα  και φωνάζει.
     --Μαριά… εεεεέ……Μαριά…… Δημοκρατία  πέρα  ως  πέρα …..  …Ζήτω η Δημοκρατία.
      Ήθελε να πει τα καλά νέα και στην γυναίκα του τη Μαρία , Μαριά του άρεσε να τη λέει, που φούρνιζε εκείνη τη στιγμή στο σπίτι τους καμμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα. Την Μαρία βέβαια δεν την πολυένοιαζε  ποιος  κυβερνάει, μόνο να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ ήξερε.
     --Καλά άντρα μου… του απάντησε.
Ευχαριστημένος ο Γιαννέτζος  γύριζε πάλι στο καφενείο για να συνεχίσει τους πανηγυρισμούς  όταν σκέφτηκε να πάει για την σωματική του ανάγκη πιο κάτω στα χωράφια . Βιαστικός όπως ήταν και αφού δεν τον έβλεπε κανείς αποφάσισε να το κάνει στον πίσω τοίχο της εκκλησίας. Για κακή του τύχη και ενώ ξαλάφρωνε σφυρίζοντας νάσου ένας  χωροφύλακας που έκανε το ίδιο πιο κάτω στα χωράφια.
     -- Τι  κάνεις  αυτού βρε ; …….. Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται στον τοίχο της εκκλησίας ;
     --Δεν προλάβαινα  κυρ  ’νωματάρχα….. άρχισε τις δικαιολογίες.
Οι δικαιολογίες δεν έπιασαν παρ’ ότι τον χωροφύλακα τον είχε προβιβάσει σε ενωματάρχη. Η φυλάκιση ήταν σίγουρη. Εκείνη την εποχή δεν χρειαζόταν δίκη για να βρεθείς στη φυλακή. Αναγκάσθηκε λοιπόν να πληρώσει πρόστιμο για να γλιτώσει το κρατητήριο. Τριακόσιες δραχμές παρακαλώ. Σοβαρό ποσό για την τότε εποχή.
     Κατακόκκινος από την οργή, αγανακτισμένος, δεν μπορούσε να χωνέψει ότι του συνέβη. Προχώρησε για το καφενείο που συνεχίζονταν οι πανηγυρισμοί των Δημοκρατικών, κοντοστέκεται μπροστά στην πόρτα  και ξαφνικά αλλάζει κατεύθυνση και ανεβαίνει στο διπλανό ύψωμα και πάλι. Κάνει τα χέρια του σαν χωνί γύρω από το στόμα και φωνάζει :
      --Μαριά ……….. Να χέσω τη Δημοκρατία……….. Δυό  δράμια κάτουρο……. Τριακόσιες  δραχμές  πρόστιμο…… Μωρέ καλή ήταν η Βασιλεία…..!
      Και ξεκίνησε για το σπίτι. Από αύριο, σκέφθηκε, θα πηγαίνω στο καφενείο των Βασιλικών.         

          
   


Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΒΑΡΑΤΕ ΚΑΙ ΜΗ ΡΩΤΑΤΕ

      Το  όνομα του ήταν Γιάννης Κ………….. Αγρότης μεροκαματιάρης από κάποιο χωριό στα σύνορα Κορινθίας και Αχαΐας. Μεροδούλι – μεροφάι που λένε. Δύσκολοι καιροί τότε για όλους. Μα αν ήταν δύσκολα για τους άλλους για τον Γιάννη ήταν δέκα φορές πιο δύσκολα. Ήταν γύρω στα σαράντα αλλά είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή. Για τούτη την εποχή είχε τρία ελαττώματα. 
     Πρώτα οι ιδέες που είχε για συνεταιριστικές καλλιέργειες και οι ιδέες του να φυτέψουν άλλα πράγματα εκτός από τα συνηθισμένα ήταν η αρχή ώστε άλλοι να τον θεωρούν τρελό και άλλοι επικίνδυνο για το χωριό.
     Το άλλο του ελάττωμα  ήταν πιο αλλόκοτο και ανεξήγητο για τους συγχωριανούς του. Όταν δεν έβρισκε μεροκάματο καθόταν στη πλατεία στο καφενείο και αντί να παίξει τάβλι ή πρέφα σαν τους άλλους έκανε δυο πράγματα. Ή διάβαζε με τις ώρες κάποιο βιβλίο που έφερνε κάθε τόσο σαν κατέβαινε στην πόλη ή το χειρότερο άπλωνε ένα πανί και ζωγράφιζε. Είχαν δει και τα παιδιά τους να ζωγραφίζουν με ξυλομπογιές στο χαρτί αλλά τούτα που έφτιαχνε ο Γιάννης στο πανί δεν ήταν ούτε δένδρα ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Ήσαν κάτι περίεργα ζωγραφιστά σχήματα που δεν καταλάβαιναν τι παρίσταναν. Και ότι δεν καταλαβαίνεις είναι και επικίνδυνο σύμφωνα με το μυαλό τους.
      Το τρίτο του  ελάττωμα  ήταν και το χειρότερο. Δεν κράταγε το στόμα  του κλειστό όταν νόμιζε ότι κάποιος είχε αδικηθεί. Είτε απόφαση της κυβέρνησης ήταν, είτε του Αγρονόμου, είτε του Χωροφύλακα, δεν γλίτωνε από την κριτική του και μάλιστα μέσα στο καφενείο. Και δεν σταματούσε σ’ αυτούς. Κατηγορούσε και τους αδικημένους ότι δεν αντιστάθηκαν στην αδικία.
      Μ’ όλα τούτα  το όνομα Γιάννης Κ…….  έγινε συνώνυμο του περίεργου, του τρελού,  του επικίνδυνου, του επαναστάτη. Και είπαμε σε δύσκολους καιρούς. Με τον  κοσμάκη να έχει στο σβέρκο του τους Γερμανούς, τη μια  ημέρα να περνάνε από το χωριό οι αντάρτες, την άλλη οι ταγματασφαλίτες,  και οι άνθρωποι του καθενός  είτε από φόβο είτε επειδή είχαν συμφέρον  τους πληροφορούσαν τι γίνεται στο χωριό και ποιος είναι με ποιον.
        Περνούσαν λοιπόν οι Γερμανοί από το χωριό, έκαναν τις έρευνες τους, ζητούσαν ταυτότητες, έβλεπαν το όνομα  Γιάννης Κ…….. ,  είχαν τις  πληροφορίες τους, τον άρχιζαν στο ξύλο και τις ανακρίσεις να μαρτυρήσει τους αντάρτες συνεργάτες του. Περνούσαν μετά από λίγες μέρες οι αντάρτες να πάλι ξύλο. Κάτι είχαν ακούσει κι αυτοί για το πόσο ύποπτος  άνθρωπος ήταν. Έφευγαν οι αντάρτες, έρχονταν  οι ταγματασφαλίτες, τον έβρισκαν  να δουλεύει στο χωράφι,  άρχιζαν τις ερωτήσεις. Μόλις άκουγαν το όνομα του, είχαν και τούτοι άσχημες πληροφορίες, να καινούργιο ξύλο παρά τις διαμαρτυρίες του.
        Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν για βδομάδες. Δεν περνούσε βδομάδα που να μη τον δείρει κάποιος. Μόλις τον φώναζαν και του έλεγαν  ’’πως σε λένε ρε’’  ήξερε ότι μόλις έλεγε  ’’ Γιάννη Κ…….’’  άρχιζε το ξύλο.
       Μετά από όλα αυτά  άλλαξε  η συμπεριφορά του και έλεγε μόνο δύο λέξεις ότι  και να του έλεγαν:
      --Πως  σε λένε ρε ; ….Απαντούσε…Βαράτε και μη ρωτάτε…!
      --Που πας ; …………Βαράτε και μη ρωτάτε…….!
      --Ποιους υποστηρίζεις ρε;….Ίδια απάντηση….Βαράτε και μη ρωτάτε….!
      --Τι έφαγες σήμερα ;….Τα  ίδια…….Βαράτε και μη ρωτάτε……!
Πέρασε ο καιρός , έφυγαν οι Γερμανοί, τελείωσε ο εμφύλιος κι ο Γιάννης Κ……. γλίτωσε το ξύλο. Δεν σταμάτησε όμως  να λεει τις δικές του ιδιότροπες ιδέες, να κρίνει και να κατακρίνει την οποιαδήποτε εξουσία  όταν νόμιζε ότι κάποιος αδικιώτανε από ενέργειες της.  Δεν σταμάτησε να διαβάζει τα βιβλία του στο καφενείο και να ζωγραφίζει τα περίεργα  χρωματιστά του σχήματα. Κι όταν για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια γίνονταν εκλογές  κάποιοι τόλμησαν να τον ρωτήσουν.
      --Γιάννη τι θα ψηφίσεις ; …Έκπληκτοι τον άκουσαν να απαντάει.
      --Βαράτε και μη ρωτάτε…….! Κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίσθηκε  στο πρόσωπο του.
       Τούτη τους η απορία  λύθηκε όταν πέθανε ο Γιάννης Κ……….  Από τότε και μετά δεν ξαναβρήκαν στην κάλπη ότι έβρισκαν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Ένα φάκελο δηλαδή που μέσα αντί για ψηφοδέλτιο είχε μια καλά διπλωμένη ζωγραφισμένη  χαρτοπετσέτα. Το είχαν υποψιασθεί βέβαια , τον είχαν ρωτήσει τα προηγούμενα χρόνια αν ήταν δική του δουλειά τούτη, αλλά τους είχε ως συνήθως απαντήσει.
      --Βαράτε και μη ρωτάτε……..!
             
        
        

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

 ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ ΤΕΣ  ΝΑ ΚΛΑΙΣ 



        --Λέγε, παιδί μου, ότι θες, Εγώ τις είδα τις νεράιδες….Μου πετάγανε πέτρες…
      --Τι μου λές , ρε μάνα ,και σύ γιατί δεν τις αγρίευες να φύγουν, ρωτούσα γελώντας τη μητέρα μου.
      --Για χαζή με πέρασες γιούλη μου……Να μου κλέψουν τη μιλιά….
      Και εγώ αν και ήμουν δέκα χρονών μόνο, της απαντούσα σαν μεγάλος άντρας, με την πείρα και τη γνώση χρόνων και χρόνων.
     --Μάνα δεν υπάρχουν νεράιδες και φαντάσματα…εγώ δεν φοβάμαι τίποτα.
     --Να μη φοβάσαι παιδάκι μου……..αλλά……Κ’  άρχιζε ιστορίες με τις νεράιδες και την Νεραϊδόραχη ,τον αδικοσκοτωμένο  που έβγαινε την νύχτα, με ζωντανούς και πεθαμένους, με αγίους και σατανάδες.
     Μ’ όλα  τούτα και τις  παρόμοιες ιστορίες που άκουγα  από τους γεροντότερους του χωριού μπήκε η αμφιβολία μέσα μου  και αναρωτιόμουν :
Λες νάχουνε δίκιο ; Και καλά την ημέρα δεν υπήρχε πρόβλημα. Οι αμφιβολίες στο φως της ημέρας διαλύονταν. Τη νύχτα  όμως  άρχιζαν οι αμφιβολίες να με ταλανίζουν και οι σκιές του φόβου να με τριγυρίζουν.

  --Γιώργη, άκουσα  τη φωνή του πατέρα μου. Πάω στο κάμπο να βοηθήσω τη μάνα σου στο πότισμα των χωραφιών για να τελειώσουμε πριν νυχτώσει . Αν δεις ότι βραδιάζει και δεν έχουμε γυρίσει, να βάλεις λάδι στο φανάρι και να το φέρεις , γιατί δεν θάχει αρκετό νερό και θα μας πάρουν τα μεσάνυχτα….…
     Και μόνο με τη φράση   ’’αν δεις ότι βραδιάζει…’’ άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πάει η παλικαριά της ημέρας , πάνε όσα έλεγα της μάνας για τις νεράιδες και τα φαντάσματα. Και να αρνηθώ δεν μπορούσα  γιατί την εντολή του πατέρα την είχαν ακούσει και τα άλλα  παιδιά. Με την  πρώτη αντίρρηση μου θα άρχιζαν να φωνάζουν:
    --Ου……Ου……….  Φοβάται να περάσει  από το νεκροταφείο…...Φοβάται…….Φοβάται.
     Είχε ξαναγίνει αυτό με άλλο παιδί και δεν τόλμησα να πω την παραμικρή κουβέντα στον πατέρα μου. Ο εγωισμός μου υπερίσχυσε και η ντροπή μου με συγκράτησε και δεν είπα τίποτα. Θα τα κατάφερνα. Εξ άλλου θα έκανα ότι ει χα κάνει και τις προηγούμενες φορές……..

    Περίμενα να νυχτώσει. Αν ξεκινούσα νωρίτερα νόμιζα ότι όλοι θα καταλάβαιναν το φόβο μου. Το φανάρι φώτιζε μέσα από τα θαμπά του τζάμια μόνο δύο  τρία  μέτρα  γύρω μου. Όταν πλησίασα το νεκροταφείο κατέβασα το κεφάλι και κοίταζα το δρόμο μπροστά μου. Τι μπροστά μου δηλαδή, κοιτούσα ακριβώς εκεί που πατούσα και πουθενά αλλού. Άλλες φορές που κοίταζα δεξιά και αριστερά  ή μακριά μπροστά μου έβλεπα κάτι σκιές που άρχιζαν να κινούνται προς το μέρος μου. Σταμάτησα και εγώ να τους κοιτάζω  και σταμάτησαν και αυτές να έρχονται προς το μέρος μου. Έβαζα  με το μυαλό μου ότι πρέπει να ήσαν ή πεθαμένοι ή διάβολοι. Ότι και να ήσαν πρέπει να ήσαν κακοί γιατί λέγοντας το …’’ Άγιος ο θεός …άγιος ισχυρός….άγιος αθάνατος…’’δεν πλησίαζαν κοντά μου. Θα το είπα πιστεύω δεκάδες φορές και τούτο το κόλπο φαίνεται ότι έπιανε.
    Το πότε πέρασα και με τι ταχύτητα το Νεκροταφείο ποτέ δεν το συνειδητοποίησα .
     Γύρισα αργά τη νύχτα στο σπίτι μαζί με τους γονείς μου. Πέρασα έξω από το Νεκροταφείο με τα χέρια στις τσέπες και σφυρίζοντας.. Δίπλα στους γονείς μου όμως……Ποτέ πίσω τους…….

    Αυτό το  ’’ Άγιος ο θεός…άγιος ισχυρός…άγιος αθάνατος …’’ έγινε μετά την επιτυχία που είχε με το νεκροταφείο το όπλο μου στις δύσκολες στιγμές Καλά μας έλεγε ο παπάς του χωριού ότι διώχνει το  ‘‘κακό’’.

     Πέρασαν δύο χρόνια και πήγα στο Γυμνάσιο. Εξατάξιο ήταν τότε και ήταν σε άλλο χωριό, πολύ μεγαλύτερο από το  δικό μου. Δίπλα στη θάλασσα με πολύ κόσμο. Για μένα ήταν μια  μεγάλη πολιτεία .Το κακό ήταν πως έμενα  μόνος μου σε ένα δωματιάκι  όλη τη σχολική χρονιά . Μόνο το Σάββατο ανέβαινα στο χωριό  μου για να  γυρίσω Κυριακή.

     Ένα Σάββατο λοιπόν ξεκίνησα για το  χωριό μου. Είχα καθυστερήσει να φύγω και στο δρόμο, τεσσερεσήμιση  ώρες ήταν η διαδρομή με τα πόδια, με έπιασε η νύχτα.. Είχε φεγγάρι εκείνο το βράδυ.
      Μετά από τρεις ώρες περπάτημα είχα φθάσει στην ανηφόρα της Παναγιάς. Ξαφνικά ακούω πίσω μου μια φωνή.
      --Εεεεε….!
      Γυρνάω να δω  και μες το φεγγαρόφωτο πίσω στην ευθεία του δρόμου, στα εκατό μέτρα από μένα , ένας ψηλός ,αδύνατος με είχε πάρει στο κατόπι. Μαύρος, ξερακιανός και θεόρατος  μου φάνηκε. ‘‘Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος’’ σκέφτηκα. Σαν κινηματογραφική ταινία  πέρασαν από το μυαλό μου, όσα  μου έλεγε η μάνα μου για  φαντάσματα ,νεράιδες και σατανάδες. ‘‘Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος , ο διάολος θα είναι’’ ξανασκέφτηκα και άρχισα να σιγομουρμουρίζω:
      --Άγιος ο Θεός….άγιος ισχυρός …….άγιος αθάνατος….ελέησον υμάς…….
      --Έεεεε….!  Ξανάκουσα τη φωνή πίσω μου και πιο κοντά.
     ‘‘Είχε και κέρατα ’’, σκέφτηκα και επιτάχυνα το βήμα  μου  για  να φτάσω στο προσκυνητάρι  της Παναγιάς. Και  να σταυροκοπήματα και να ….Αγιος ο θεός….. πλησίασα  την εκκλησία της  Παναγιάς.
      --Επιτέλους ,μίλησα δυνατά στον εαυτό μου. Ξορκίστηκε…!  Περνάμε από την εκκλησία Της  και έσκασε, έγινε καπνός…..!
Δεν πρόλαβα να τελειώσω και να πω ’’σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου’’  και νάτο πάλι.
    --Έεεεε…..!
    --Ωχ….σκέφτηκα. Είναι ο αρχιδιάβολος , δεν τον πιάνει τίποτα . Και άρχισα το τρέξιμο με όση δύναμη μου απέμενε.
     Έφτασα στο σπίτι και γλίτωσα. Πέστε ότι θέλετε. Εγώ τον είδα τον διάολο.Ήταν μαύρος.ψηλός,ξερακιανός και είχε και κέρατα…..! Δεν είπα τίποτα στη μάνα μου και τον πατέρα  μου.

       Ευτυχώς που δεν είπα γιατί θα γινόμουν ρεζίλι.. Σκεφθήτε τη θέση μου μετά από όσα συνέβησαν την άλλη μέρα. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα και με έκανε να ντραπώ.
       --Ρε γιούλη μου…, της άρεσε να με λέει έτσι αντί για γιέ μου ή παιδί μου, …γιατί χθες το βράδυ, δεν περίμενες το γέρο Μακρυγιάννη που σου φώναζε να τον περιμένεις να έλθετε παρέα. Θα σου έπαιρνε και τα βιβλία  πάνω στο γάιδαρο να μη τα κουβαλάς τόσο δρόμο…..
       Τελικά ο διάολος που είδα δεν ήταν παρά μόνον ένας καλοκάγαθος κοντοχωριανός, ψηλός και αδύνατος που ερχόταν πίσω καβάλα στο γάιδαρο του. Ήταν γνωστός σε όλους λόγω της σωματικής του διάπλασης σαν Μακρυγιάννης.

                       
                    
       Μετά από αυτό το ρεζιλίκι άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο φόβος σε κάνει να ζεις καταστάσεις εξωπραγματικές  και να βλέπεις ή μάλλον να νομίζεις ότι βλέπεις πρόσωπα και πράγματα  που δεν υπάρχουν. Φαίνεται όμως ότι λόγω του παιδικού της ηλικίας  μου, δεν το είχα συνειδητοποιήσει απόλυτα. Έπρεπε να πάθω και άλλα ρεζιλίκια για να το μάθω καλά, αν τελικά  το έμαθα  Θυμάμαι……..


        Και καλά όταν έχεις να κάνεις με πεθαμένους και διαόλους. Μα τα είχε πει και ο παπάς του χωριού και ο θεολόγος της τάξης. Κοπανάς ένα εξορκισμό, κάνεις το σταυρό σου, έχεις τα όπλα  να τους πολεμήσεις. Με τους αγίους τι κάνεις. Γιατί σαν παιδιά, κάτι με την κόλαση που μας λέγανε ,κάτι με τις ιστορίες  με αγίους που εμφανίσθηκαν ξαφνικά σε κάποιους, κάτι η ιδέα που μας  είχε  βάλει ο παπάς  ότι οι άγιοι μας παρακολουθούν συνέχεια αν είμαστε καλά παιδιά, τον είχαμε το φόβο μας. Κι αν μου έλεγες να πάω μόνος μου μέσα σε εκκλησία πρωί ή βράδυ πολύ θα το σκεφτόμουν.
        Και σ’ αυτή την ιστορία  με μπέρδεψε μια  κυρά - Μαρία από το διπλανό χωριό.    
        Φεβρουάριος μήνας.  Σάββατο  θα ήταν γιατί πήγαινα πάλι στο χωριό μου αφού τελείωσε η σχολική βδομάδα στην πόλη. Μετά από δυόμιση ώρες πορεία με τα πόδια έφτασα στους Αγίους Θεοδώρους.
         Οι Άγιοι Θεόδωροι είναι μια κακοτράχαλη περιοχή με απότομους βράχους  και γκρεμούς, που ανάμεσα τους  περνάει ο δρόμος για το χωριό μου. Είναι ένα ανεμοδαρμένο μέρος και  το   καταλαβαίνεις αμέσως βλέποντας την μορφή των βράχων, τα λιγοστά μικρά και ευλύγιστα  δένδρα και  μερικά κυπαρίσσια  που περιστοιχίζουν το ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, που έδωσε και το όνομα στην περιοχή. Μερικές ξύλινες  κολώνες με στηριγμένα επάνω τους τα τηλεφωνικά σύρματα, καρφωμένες στα βράχια, συμπληρώνουν την όλη εικόνα. Κάτω από το μοναδικό χωμάτινο στενό δρόμο – πέρασμα, χάσκει αδυσώπητα ο γκρεμός.
         Όταν έφτασα στην περιοχή ήταν όπως τις άλλες χειμωνιάτικες μέρες. Βαριά  συννεφιά  και ο αέρας τόσο δυνατός που κινδύνευα να με πετάξει στο γκρεμό. Προχωρούσα σιγά - σιγά κολλημένος στους βράχους . Έβαλα τα χέρια  στο πρόσωπο μου, βλέποντας ανάμεσα από τα δάχτυλα μου,  για να γλιτώσω από τη σκόνη που έφερνε ο αέρας. Τη βαριά συννεφιά  χάραζαν οι αστραπές και το μουγκρητό των κεραυνών σου έκοβε την ανάσα. Τα κυπαρίσσια και τα λιγοστά δένδρα πάνω στους βράχους λύγιζαν και νόμιζες ότι θα ξεριζωθούν. Το πέρασμα του αέρα στα τηλεφωνικά σύρματα σαν σειρήνα που άλλοτε χαμήλωνε και άλλοτε ήταν τόσο δυνατή που έκλεινες τα αυτιά σου, έμοιαζε σαν την  απαραίτητη μουσική υπόκρουση σε ταινία τρόμου.
        Άρχισα να φοβάμαι με την όλη κατάσταση……Έφτασα στο σταυροδρόμι  που ένα μικρό δρομάκι, είκοσι μέτρων περίπου, έστριβε για το εκκλησάκι. Τα ξύλινα παλιά εξωτερικά παράθυρα του χτυπούσαν συνέχεια , ανοιγοκλείνοντας από τον αέρα. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος τους συμπλήρωνε το όλο σκηνικό προς το χειρότερο. Ο φόβος μου μεγάλωνε….. Πήγα να κάνω το σταυρό μου ….και το χέρι μου έμεινε μετέωρο…..
      --Γιωργηηή…….ακούστηκε μέσα από το εκκλησάκι.
Η  κραυγή ξανακούστηκε πολλές φορές είτε μέσα από την εκκλησία  είτε σαν αντίλαλος από τις σπηλιές των βράχων. Η ένταση της  ανέβαινε και κατέβαινε ανάλογα με την ένταση του αέρα.
        Προσπάθησα  να σκεφθώ. Ένοιωθα ότι κάτι με απειλούσε αλλά δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Στις εκκλησίες δεν τολμούν να πάνε ούτε σατανάδες ούτε φαντάσματα. ’’Λες να αντικρίσω ξαφνικά μπροστά  μου κανένα  Άγιο’’ σκέφτηκα και τρομοκρατήθηκα………Δεν ήξερα τι να κάνω…Ξόρκια για Αγίους δεν ήξερα…..
         Έστριψα στο δρόμο για το χωριό μου. Δεν το έβαλα στα πόδια….. αλλά με την άκρη του ματιού μου κοίταζα μην ανοίξει η πόρτα και βγούν οι  Άγιοι και τότε να τρέξω. Ούτε τα παράθυρα που ανοιγόκλειναν άκουγα, ούτε τα σύρματα που σύριζαν,  ούτε τον αέρα ένοιωθα. Ξεχάστηκαν όλα.  Όλο μου το είναι είχε αφοσιωθεί στη φωνή που άκουγα και στην πόρτα μήπως ανοίξει.
       Στα πενήντα μέτρα μέτρα  ο δρόμος έστριβε και δεν έβλεπα πια το εκκλησάκι. Η φωνή δεν ξανακούστηκε….
        Αλαφιασμένος έφτασα στο χωριό μου και στο σπίτι μου. Δεν είπα και πάλι τίποτα σε κανένα . Εξ  άλλου τι να πω. Ότι με φώναζαν οι Άγιοι;
Μέσα μου βέβαια η απορία  είχε κατασταλάξει και δεν  έβγαινε με τίποτα. Η απορία μου λύθηκε μετά από μια  ώρα περίπου από την κυρά – Μαρία που σας έλεγα. Τη συνάντησα στο δρόμο έξω από το σπίτι μου και μου είπε:
       --Ρε ευλογημένο, δεν άκουγες που σου φώναζα να μου ανοίξεις;  Μπήκα στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων να φυλαχτώ από την κακοκαιρία για λίγο και ο αέρας σφήνωσε την πόρτα.. Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω. Ευτυχώς  πέρασε ο Αργύρης και μου άνοιξε……
      --Δεν σ’  άκουσα  κυρά – Μαρία…….                
                 
 

        Είχα φτάσει στα δεκατέσσερα  το 1961 και πήγαινα στη Τρίτη Γυμνασίου. Μετά τα ρεζιλίκια που είχα πάθει με το φόβο μου και τις συναντήσεις  μου με όλα τα μεταφυσικά στοιχεία της πλάσης , νόμιζα ότι είχα βάλει πια μυαλό. Ένοιωθα πιο σίγουρος για τον εαυτό μου. Ξαφνικά μου μπήκε η ιδέα ότι ήμουνα  άτρωτος σε όλα. Άλλαξε το περπάτημα  μου, άλλαξε η φωνή μου, άρχιζε η εφηβεία,  αλλά εγώ νόμιζα ότι ήμουν άντρας πια.
        Έμενα μόνος μου σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο, δίπλα στη θάλασσα. Να φαντασθείτε ένα χώρο τρία  επί τρία  σκεπασμένο με τσίγκους , χωρίς ταβάνι, χτισμένο με χωμάτινες πλίθες. Και με τσιμέντο κάτω. Είχα το κρεβάτι μου, απλωμένες σανίδες σε δύο τρίποδα, μια γκαζιέρα και τα σχετικά τσίγκινα σκεύη για μαγείρεμα  και τα βιβλία  μου. Χρέη τραπεζιού και γραφείου έπαιζε το κρεβάτι. Το καλό του δωματίου ήταν το παράθυρο του προς τη θάλασσα.  Η άμμος της  ακρογιαλιάς άρχιζε κάτω ακριβώς από το παράθυρο. Ήταν απόλαυση να αγναντεύεις τον Κορινθιακό κόλπο ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ο θαλασσινός αέρας να γεμίζει τα πνευμόνια σου. Ήταν απόλαυση να κοιμάσαι τα βράδια και να σε νανουρίζει το σβήσιμο των κυμάτων στην ακρογιαλιά.
        Όλα πήγαιναν καλά εκείνη τη χρονιά. Ήταν η τρίτη  χρονιά  που έμενα μόνος μου, οι γονείς μου έμεναν στο χωριό, και είχα πια συνηθίσει αυτή την κατάσταση. Έφτασε ο Απρίλης , ζέστανε ο καιρός και εγώ περίμενα σε λίγες μέρες τις Πασχαλινές διακοπές  που ισοδυναμούσε με   ένα δεκαπενθήμερο στο χωριό.               
           
       Ένα πρωινό, μόλις  είχε  αρχίσει να ξημερώνει, ξύπνησα από κάποιο θόρυβο έξω  από το παράθυρο μου. Μισοκοιμισμένος όπως  ήμουν, προσπάθησα να καταλάβω τη συμβαίνει. Άρχισα  να φαντάζομαι οτιδήποτε. Το έργο  που είχα δει στο μοναδικό κινηματογράφο το προηγούμενο βράδυ με βρικόλακες φαίνεται με επηρέασε. Με τα μάτια  μου μισάνοιχτα καταλάβαινα ότι δεν είχε ξημερώσει. Δεν τολμούσα να στρίψω το κεφάλι μου να κοιτάξω έξω από τα τζάμια του παραθύρου. Άκουσα πάλι το θόρυβο, πιάνω ένα σταυρουδάκι που είχα στο λαιμό και νοιώθω πιο δυνατός. Το μούδιασμα του φόβου λιγοστεύει στο σώμα μου  ανοίγω τελείως τα μάτια μου και κοιτάζω προς το παράθυρο. Προλαβαίνω να δω μια σκιά να περνάει μπροστά από το παράθυρο με ένα σούρσιμο ποδιών πάνω στην άμμο…….Έφυγε σκέφτηκα όταν έπιασα στο σταυρουδάκι…..Βρικόλακας θα ήταν….
         Ξημέρωσε. Όταν βγήκε ο ήλιος όλα πήραν τους κανονικούς τους ρυθμούς. Πήγα στο σχολείο. Στα διαλείμματα  όλα τα παιδιά μιλούσαν για το έργο που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ. Φαίνεται ότι και σ’ αυτούς είχε κάνει εντύπωση. Όλοι παρίσταναν το πώς ο πρωταγωνιστής είχε κατατροπώσει τον Βρικόλακα μ’ ένα σταυρό και μια ξύλινη σφήνα. Συμμετείχα στις συζητήσεις  μα δεν ανέφερα τίποτα για τη δική μου περιπέτεια.
        Πέρασε η μέρα και έφτασε το βράδυ. Όταν ήλθε η ώρα να κοιμηθώ είχα πείσει τον εαυτό μου ότι όσα συνέβησαν το ξημέρωμα  ήταν κάποιο όνειρο που είδα σε κάποια στιγμή που ήμουν μισοκοιμισμένος. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω………
        Θέλεις η έγνοια μου, θέλεις ο φόβος μου με ξύπνησαν λίγο πριν ξημερώσει…Αφουγκράστηκα…..Τίποτα……Ησύχασα και γέλασα με τον εαυτό μου….Επιτέλους είμαι μεγάλος πια…..Δεν υπάρχουν στοιχειά και Βρικόλακες….!  Και ξαφνικά ο ήχος από σούρσιμο ποδιών  ακούστηκε έξω από το παράθυρο μου. ……….  
….Πάγωσα….Ασυναίσθητα έπιασα το σταυρό που είχα στο λαιμό μου…… Το σούρσιμο σταμάτησε….  Ένοιωσα δυνατός  και ασφαλής κρατώντας το σταυρό…..  Σαν να τρέχει νερό ξανακούστηκε από έξω…και μετά από ένα λεπτό σταμάτησε.
        Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος εκείνη τη στιγμή. Ή  ο σταυρός που έσφιγγα στο χέρι μου το έδωσε,  ή το θάρρος του πρωταγωνιστή στην ταινία με εμψύχωσε,  ή ο θυμός με τον εαυτό μου  για το φόβο που με είχε κυριεύσει με παρέσυρε…..και όρμησα στο παράθυρο……….Το ανοίγω και με δύναμη το σπρώχνω προς τα έξω….κρατώντας πάντα  σφιχτά  με το άλλο μου το χέρι τον σταυρό….Ακούω μια γνωστή φωνή…..
      --Γιώργη, σε ξύπνησα παιδί μου;
      Βγάζω το κεφάλι έξω και βλέπω τον σπιτονοικοκύρη μου, τον κυρ – Χρήστο με ανοιχτά τα πόδια να κουμπώνει το παντελόνι του.
      --Ρε κυρ – Χρήστο γιατί κατουράς δίπλα από το παράθυρο μου. Δεν πας πιο πέρα.
      Ήταν το βίτσιο του κυρ – Χρήστου την πρωινή σωματική του ανάγκη όταν ξάνοιγε ο καιρός και έπιανε Άνοιξη να την ευχαριστιέται στην άμμο αγναντεύοντας τη θάλασσα………..