Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010


ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ
OΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ


      Εποχή πολιτικής διαμάχης  στην Ελλάδα μεταξύ Βασιλικών και Δημοκρατικών. Οι Βασιλικοί υποστήριζαν  ότι ο θεσμός της κληρονομικής Βασιλείας  ήταν το καλύτερο πολίτευμα  για την  χώρα και ήθελαν την επιστροφή του Βασιλιά από το εξωτερικό που είχε αναγκασθεί να καταφύγει. Οι  Δημοκρατικοί δεν ήθελαν τον Βασιλιά για ανώτατο άρχοντα αλλά κάποιο που θα εκλεγόταν από το λαό και φόρτωναν στο Βασιλιά την ευθύνη για όλα τα δεινά που είχε περάσει η Ελλάδα μέχρι τότε.  Όπως έλεγαν με πάθος η μια παράταξη ήθελε  ’’Βασιλεία’’ και η άλλη ’’Δημοκρατία’’.
     Στην  Ελλάδα το κέντρο των εξελίξεων  είναι πάντα η Αθήνα . Αυτό δεν εμποδίζει το πάθος και η ένταση να φτάνει μέχρι και το τελευταίο χωριό της  χώρας όπου πολλές φορές  ο κόσμος  είναι πιο φανατισμένος από την Αθήνα.
     Το κεφαλοχώρι κοντά στο Χελμό δεν μπορούσε να είναι εξαίρεση. Ο κόσμος  διχασμένος σε δύο παρατάξεις  δεν ήθελε να βλέπει ο ένας τον άλλο. Και τα δύο καφενεία του χωριού είχαν χωρισθεί. Στο ένα πήγαιναν οι Βασιλικοί και στο άλλο οι Δημοκρατικοί.
     Ήταν Μάρτιος  του 1924 και οι πληροφορίες από την Αθήνα έλεγαν ότι εκείνη την ημέρα θα  κρίνονταν  τα πάντα. Θα  είχαμε ή Βασιλεία ή Δημοκρατία. Έτσι έλεγαν οι πληροφορίες και το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλη τη χώρα και όλοι περίμεναν με αγωνία. Τα δύο καφενεία είχαν γεμίσει από νωρίς.  
     Το νέο έφτασε κοντά στο μεσημέρι. Είχε καταλυθεί η Βασιλεία και ανακηρύχθηκε η  Δημοκρατία σαν νόμιμο πολίτευμα της Ελλάδας.
     Οι χαρές και τα πανηγύρια από το στέκι των Δημοκρατικών  ήσαν τόσο έντονα όσο και οι βρισιές και  οι κατάρες από το στέκι των Βασιλικών.
    
      Δεν πέρασαν  ούτε πέντε λεπτά  και από το καφενείο των Δημοκρατικών βγαίνει φουριόζος ο Γιαννέτζος. Παθιασμένος  Δημοκρατικός,  ορκισμένος αντιβασιλικός, πανευτυχής με τα νέα και
τρέχει στο διπλανό ύψωμα  και φωνάζει.
     --Μαριά… εεεεέ……Μαριά…… Δημοκρατία  πέρα  ως  πέρα …..  …Ζήτω η Δημοκρατία.
      Ήθελε να πει τα καλά νέα και στην γυναίκα του τη Μαρία , Μαριά του άρεσε να τη λέει, που φούρνιζε εκείνη τη στιγμή στο σπίτι τους καμμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα. Την Μαρία βέβαια δεν την πολυένοιαζε  ποιος  κυβερνάει, μόνο να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ ήξερε.
     --Καλά άντρα μου… του απάντησε.
Ευχαριστημένος ο Γιαννέτζος  γύριζε πάλι στο καφενείο για να συνεχίσει τους πανηγυρισμούς  όταν σκέφτηκε να πάει για την σωματική του ανάγκη πιο κάτω στα χωράφια . Βιαστικός όπως ήταν και αφού δεν τον έβλεπε κανείς αποφάσισε να το κάνει στον πίσω τοίχο της εκκλησίας. Για κακή του τύχη και ενώ ξαλάφρωνε σφυρίζοντας νάσου ένας  χωροφύλακας που έκανε το ίδιο πιο κάτω στα χωράφια.
     -- Τι  κάνεις  αυτού βρε ; …….. Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται στον τοίχο της εκκλησίας ;
     --Δεν προλάβαινα  κυρ  ’νωματάρχα….. άρχισε τις δικαιολογίες.
Οι δικαιολογίες δεν έπιασαν παρ’ ότι τον χωροφύλακα τον είχε προβιβάσει σε ενωματάρχη. Η φυλάκιση ήταν σίγουρη. Εκείνη την εποχή δεν χρειαζόταν δίκη για να βρεθείς στη φυλακή. Αναγκάσθηκε λοιπόν να πληρώσει πρόστιμο για να γλιτώσει το κρατητήριο. Τριακόσιες δραχμές παρακαλώ. Σοβαρό ποσό για την τότε εποχή.
     Κατακόκκινος από την οργή, αγανακτισμένος, δεν μπορούσε να χωνέψει ότι του συνέβη. Προχώρησε για το καφενείο που συνεχίζονταν οι πανηγυρισμοί των Δημοκρατικών, κοντοστέκεται μπροστά στην πόρτα  και ξαφνικά αλλάζει κατεύθυνση και ανεβαίνει στο διπλανό ύψωμα και πάλι. Κάνει τα χέρια του σαν χωνί γύρω από το στόμα και φωνάζει :
      --Μαριά ……….. Να χέσω τη Δημοκρατία……….. Δυό  δράμια κάτουρο……. Τριακόσιες  δραχμές  πρόστιμο…… Μωρέ καλή ήταν η Βασιλεία…..!
      Και ξεκίνησε για το σπίτι. Από αύριο, σκέφθηκε, θα πηγαίνω στο καφενείο των Βασιλικών.         

          
   


Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΒΑΡΑΤΕ ΚΑΙ ΜΗ ΡΩΤΑΤΕ

      Το  όνομα του ήταν Γιάννης Κ………….. Αγρότης μεροκαματιάρης από κάποιο χωριό στα σύνορα Κορινθίας και Αχαΐας. Μεροδούλι – μεροφάι που λένε. Δύσκολοι καιροί τότε για όλους. Μα αν ήταν δύσκολα για τους άλλους για τον Γιάννη ήταν δέκα φορές πιο δύσκολα. Ήταν γύρω στα σαράντα αλλά είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή. Για τούτη την εποχή είχε τρία ελαττώματα. 
     Πρώτα οι ιδέες που είχε για συνεταιριστικές καλλιέργειες και οι ιδέες του να φυτέψουν άλλα πράγματα εκτός από τα συνηθισμένα ήταν η αρχή ώστε άλλοι να τον θεωρούν τρελό και άλλοι επικίνδυνο για το χωριό.
     Το άλλο του ελάττωμα  ήταν πιο αλλόκοτο και ανεξήγητο για τους συγχωριανούς του. Όταν δεν έβρισκε μεροκάματο καθόταν στη πλατεία στο καφενείο και αντί να παίξει τάβλι ή πρέφα σαν τους άλλους έκανε δυο πράγματα. Ή διάβαζε με τις ώρες κάποιο βιβλίο που έφερνε κάθε τόσο σαν κατέβαινε στην πόλη ή το χειρότερο άπλωνε ένα πανί και ζωγράφιζε. Είχαν δει και τα παιδιά τους να ζωγραφίζουν με ξυλομπογιές στο χαρτί αλλά τούτα που έφτιαχνε ο Γιάννης στο πανί δεν ήταν ούτε δένδρα ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Ήσαν κάτι περίεργα ζωγραφιστά σχήματα που δεν καταλάβαιναν τι παρίσταναν. Και ότι δεν καταλαβαίνεις είναι και επικίνδυνο σύμφωνα με το μυαλό τους.
      Το τρίτο του  ελάττωμα  ήταν και το χειρότερο. Δεν κράταγε το στόμα  του κλειστό όταν νόμιζε ότι κάποιος είχε αδικηθεί. Είτε απόφαση της κυβέρνησης ήταν, είτε του Αγρονόμου, είτε του Χωροφύλακα, δεν γλίτωνε από την κριτική του και μάλιστα μέσα στο καφενείο. Και δεν σταματούσε σ’ αυτούς. Κατηγορούσε και τους αδικημένους ότι δεν αντιστάθηκαν στην αδικία.
      Μ’ όλα τούτα  το όνομα Γιάννης Κ…….  έγινε συνώνυμο του περίεργου, του τρελού,  του επικίνδυνου, του επαναστάτη. Και είπαμε σε δύσκολους καιρούς. Με τον  κοσμάκη να έχει στο σβέρκο του τους Γερμανούς, τη μια  ημέρα να περνάνε από το χωριό οι αντάρτες, την άλλη οι ταγματασφαλίτες,  και οι άνθρωποι του καθενός  είτε από φόβο είτε επειδή είχαν συμφέρον  τους πληροφορούσαν τι γίνεται στο χωριό και ποιος είναι με ποιον.
        Περνούσαν λοιπόν οι Γερμανοί από το χωριό, έκαναν τις έρευνες τους, ζητούσαν ταυτότητες, έβλεπαν το όνομα  Γιάννης Κ…….. ,  είχαν τις  πληροφορίες τους, τον άρχιζαν στο ξύλο και τις ανακρίσεις να μαρτυρήσει τους αντάρτες συνεργάτες του. Περνούσαν μετά από λίγες μέρες οι αντάρτες να πάλι ξύλο. Κάτι είχαν ακούσει κι αυτοί για το πόσο ύποπτος  άνθρωπος ήταν. Έφευγαν οι αντάρτες, έρχονταν  οι ταγματασφαλίτες, τον έβρισκαν  να δουλεύει στο χωράφι,  άρχιζαν τις ερωτήσεις. Μόλις άκουγαν το όνομα του, είχαν και τούτοι άσχημες πληροφορίες, να καινούργιο ξύλο παρά τις διαμαρτυρίες του.
        Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν για βδομάδες. Δεν περνούσε βδομάδα που να μη τον δείρει κάποιος. Μόλις τον φώναζαν και του έλεγαν  ’’πως σε λένε ρε’’  ήξερε ότι μόλις έλεγε  ’’ Γιάννη Κ…….’’  άρχιζε το ξύλο.
       Μετά από όλα αυτά  άλλαξε  η συμπεριφορά του και έλεγε μόνο δύο λέξεις ότι  και να του έλεγαν:
      --Πως  σε λένε ρε ; ….Απαντούσε…Βαράτε και μη ρωτάτε…!
      --Που πας ; …………Βαράτε και μη ρωτάτε…….!
      --Ποιους υποστηρίζεις ρε;….Ίδια απάντηση….Βαράτε και μη ρωτάτε….!
      --Τι έφαγες σήμερα ;….Τα  ίδια…….Βαράτε και μη ρωτάτε……!
Πέρασε ο καιρός , έφυγαν οι Γερμανοί, τελείωσε ο εμφύλιος κι ο Γιάννης Κ……. γλίτωσε το ξύλο. Δεν σταμάτησε όμως  να λεει τις δικές του ιδιότροπες ιδέες, να κρίνει και να κατακρίνει την οποιαδήποτε εξουσία  όταν νόμιζε ότι κάποιος αδικιώτανε από ενέργειες της.  Δεν σταμάτησε να διαβάζει τα βιβλία του στο καφενείο και να ζωγραφίζει τα περίεργα  χρωματιστά του σχήματα. Κι όταν για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια γίνονταν εκλογές  κάποιοι τόλμησαν να τον ρωτήσουν.
      --Γιάννη τι θα ψηφίσεις ; …Έκπληκτοι τον άκουσαν να απαντάει.
      --Βαράτε και μη ρωτάτε…….! Κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίσθηκε  στο πρόσωπο του.
       Τούτη τους η απορία  λύθηκε όταν πέθανε ο Γιάννης Κ……….  Από τότε και μετά δεν ξαναβρήκαν στην κάλπη ότι έβρισκαν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Ένα φάκελο δηλαδή που μέσα αντί για ψηφοδέλτιο είχε μια καλά διπλωμένη ζωγραφισμένη  χαρτοπετσέτα. Το είχαν υποψιασθεί βέβαια , τον είχαν ρωτήσει τα προηγούμενα χρόνια αν ήταν δική του δουλειά τούτη, αλλά τους είχε ως συνήθως απαντήσει.
      --Βαράτε και μη ρωτάτε……..!
             
        
        

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

 ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ ΤΕΣ  ΝΑ ΚΛΑΙΣ 



        --Λέγε, παιδί μου, ότι θες, Εγώ τις είδα τις νεράιδες….Μου πετάγανε πέτρες…
      --Τι μου λές , ρε μάνα ,και σύ γιατί δεν τις αγρίευες να φύγουν, ρωτούσα γελώντας τη μητέρα μου.
      --Για χαζή με πέρασες γιούλη μου……Να μου κλέψουν τη μιλιά….
      Και εγώ αν και ήμουν δέκα χρονών μόνο, της απαντούσα σαν μεγάλος άντρας, με την πείρα και τη γνώση χρόνων και χρόνων.
     --Μάνα δεν υπάρχουν νεράιδες και φαντάσματα…εγώ δεν φοβάμαι τίποτα.
     --Να μη φοβάσαι παιδάκι μου……..αλλά……Κ’  άρχιζε ιστορίες με τις νεράιδες και την Νεραϊδόραχη ,τον αδικοσκοτωμένο  που έβγαινε την νύχτα, με ζωντανούς και πεθαμένους, με αγίους και σατανάδες.
     Μ’ όλα  τούτα και τις  παρόμοιες ιστορίες που άκουγα  από τους γεροντότερους του χωριού μπήκε η αμφιβολία μέσα μου  και αναρωτιόμουν :
Λες νάχουνε δίκιο ; Και καλά την ημέρα δεν υπήρχε πρόβλημα. Οι αμφιβολίες στο φως της ημέρας διαλύονταν. Τη νύχτα  όμως  άρχιζαν οι αμφιβολίες να με ταλανίζουν και οι σκιές του φόβου να με τριγυρίζουν.

  --Γιώργη, άκουσα  τη φωνή του πατέρα μου. Πάω στο κάμπο να βοηθήσω τη μάνα σου στο πότισμα των χωραφιών για να τελειώσουμε πριν νυχτώσει . Αν δεις ότι βραδιάζει και δεν έχουμε γυρίσει, να βάλεις λάδι στο φανάρι και να το φέρεις , γιατί δεν θάχει αρκετό νερό και θα μας πάρουν τα μεσάνυχτα….…
     Και μόνο με τη φράση   ’’αν δεις ότι βραδιάζει…’’ άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πάει η παλικαριά της ημέρας , πάνε όσα έλεγα της μάνας για τις νεράιδες και τα φαντάσματα. Και να αρνηθώ δεν μπορούσα  γιατί την εντολή του πατέρα την είχαν ακούσει και τα άλλα  παιδιά. Με την  πρώτη αντίρρηση μου θα άρχιζαν να φωνάζουν:
    --Ου……Ου……….  Φοβάται να περάσει  από το νεκροταφείο…...Φοβάται…….Φοβάται.
     Είχε ξαναγίνει αυτό με άλλο παιδί και δεν τόλμησα να πω την παραμικρή κουβέντα στον πατέρα μου. Ο εγωισμός μου υπερίσχυσε και η ντροπή μου με συγκράτησε και δεν είπα τίποτα. Θα τα κατάφερνα. Εξ άλλου θα έκανα ότι ει χα κάνει και τις προηγούμενες φορές……..

    Περίμενα να νυχτώσει. Αν ξεκινούσα νωρίτερα νόμιζα ότι όλοι θα καταλάβαιναν το φόβο μου. Το φανάρι φώτιζε μέσα από τα θαμπά του τζάμια μόνο δύο  τρία  μέτρα  γύρω μου. Όταν πλησίασα το νεκροταφείο κατέβασα το κεφάλι και κοίταζα το δρόμο μπροστά μου. Τι μπροστά μου δηλαδή, κοιτούσα ακριβώς εκεί που πατούσα και πουθενά αλλού. Άλλες φορές που κοίταζα δεξιά και αριστερά  ή μακριά μπροστά μου έβλεπα κάτι σκιές που άρχιζαν να κινούνται προς το μέρος μου. Σταμάτησα και εγώ να τους κοιτάζω  και σταμάτησαν και αυτές να έρχονται προς το μέρος μου. Έβαζα  με το μυαλό μου ότι πρέπει να ήσαν ή πεθαμένοι ή διάβολοι. Ότι και να ήσαν πρέπει να ήσαν κακοί γιατί λέγοντας το …’’ Άγιος ο θεός …άγιος ισχυρός….άγιος αθάνατος…’’δεν πλησίαζαν κοντά μου. Θα το είπα πιστεύω δεκάδες φορές και τούτο το κόλπο φαίνεται ότι έπιανε.
    Το πότε πέρασα και με τι ταχύτητα το Νεκροταφείο ποτέ δεν το συνειδητοποίησα .
     Γύρισα αργά τη νύχτα στο σπίτι μαζί με τους γονείς μου. Πέρασα έξω από το Νεκροταφείο με τα χέρια στις τσέπες και σφυρίζοντας.. Δίπλα στους γονείς μου όμως……Ποτέ πίσω τους…….

    Αυτό το  ’’ Άγιος ο θεός…άγιος ισχυρός…άγιος αθάνατος …’’ έγινε μετά την επιτυχία που είχε με το νεκροταφείο το όπλο μου στις δύσκολες στιγμές Καλά μας έλεγε ο παπάς του χωριού ότι διώχνει το  ‘‘κακό’’.

     Πέρασαν δύο χρόνια και πήγα στο Γυμνάσιο. Εξατάξιο ήταν τότε και ήταν σε άλλο χωριό, πολύ μεγαλύτερο από το  δικό μου. Δίπλα στη θάλασσα με πολύ κόσμο. Για μένα ήταν μια  μεγάλη πολιτεία .Το κακό ήταν πως έμενα  μόνος μου σε ένα δωματιάκι  όλη τη σχολική χρονιά . Μόνο το Σάββατο ανέβαινα στο χωριό  μου για να  γυρίσω Κυριακή.

     Ένα Σάββατο λοιπόν ξεκίνησα για το  χωριό μου. Είχα καθυστερήσει να φύγω και στο δρόμο, τεσσερεσήμιση  ώρες ήταν η διαδρομή με τα πόδια, με έπιασε η νύχτα.. Είχε φεγγάρι εκείνο το βράδυ.
      Μετά από τρεις ώρες περπάτημα είχα φθάσει στην ανηφόρα της Παναγιάς. Ξαφνικά ακούω πίσω μου μια φωνή.
      --Εεεεε….!
      Γυρνάω να δω  και μες το φεγγαρόφωτο πίσω στην ευθεία του δρόμου, στα εκατό μέτρα από μένα , ένας ψηλός ,αδύνατος με είχε πάρει στο κατόπι. Μαύρος, ξερακιανός και θεόρατος  μου φάνηκε. ‘‘Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος’’ σκέφτηκα. Σαν κινηματογραφική ταινία  πέρασαν από το μυαλό μου, όσα  μου έλεγε η μάνα μου για  φαντάσματα ,νεράιδες και σατανάδες. ‘‘Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος , ο διάολος θα είναι’’ ξανασκέφτηκα και άρχισα να σιγομουρμουρίζω:
      --Άγιος ο Θεός….άγιος ισχυρός …….άγιος αθάνατος….ελέησον υμάς…….
      --Έεεεε….!  Ξανάκουσα τη φωνή πίσω μου και πιο κοντά.
     ‘‘Είχε και κέρατα ’’, σκέφτηκα και επιτάχυνα το βήμα  μου  για  να φτάσω στο προσκυνητάρι  της Παναγιάς. Και  να σταυροκοπήματα και να ….Αγιος ο θεός….. πλησίασα  την εκκλησία της  Παναγιάς.
      --Επιτέλους ,μίλησα δυνατά στον εαυτό μου. Ξορκίστηκε…!  Περνάμε από την εκκλησία Της  και έσκασε, έγινε καπνός…..!
Δεν πρόλαβα να τελειώσω και να πω ’’σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου’’  και νάτο πάλι.
    --Έεεεε…..!
    --Ωχ….σκέφτηκα. Είναι ο αρχιδιάβολος , δεν τον πιάνει τίποτα . Και άρχισα το τρέξιμο με όση δύναμη μου απέμενε.
     Έφτασα στο σπίτι και γλίτωσα. Πέστε ότι θέλετε. Εγώ τον είδα τον διάολο.Ήταν μαύρος.ψηλός,ξερακιανός και είχε και κέρατα…..! Δεν είπα τίποτα στη μάνα μου και τον πατέρα  μου.

       Ευτυχώς που δεν είπα γιατί θα γινόμουν ρεζίλι.. Σκεφθήτε τη θέση μου μετά από όσα συνέβησαν την άλλη μέρα. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα και με έκανε να ντραπώ.
       --Ρε γιούλη μου…, της άρεσε να με λέει έτσι αντί για γιέ μου ή παιδί μου, …γιατί χθες το βράδυ, δεν περίμενες το γέρο Μακρυγιάννη που σου φώναζε να τον περιμένεις να έλθετε παρέα. Θα σου έπαιρνε και τα βιβλία  πάνω στο γάιδαρο να μη τα κουβαλάς τόσο δρόμο…..
       Τελικά ο διάολος που είδα δεν ήταν παρά μόνον ένας καλοκάγαθος κοντοχωριανός, ψηλός και αδύνατος που ερχόταν πίσω καβάλα στο γάιδαρο του. Ήταν γνωστός σε όλους λόγω της σωματικής του διάπλασης σαν Μακρυγιάννης.

                       
                    
       Μετά από αυτό το ρεζιλίκι άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο φόβος σε κάνει να ζεις καταστάσεις εξωπραγματικές  και να βλέπεις ή μάλλον να νομίζεις ότι βλέπεις πρόσωπα και πράγματα  που δεν υπάρχουν. Φαίνεται όμως ότι λόγω του παιδικού της ηλικίας  μου, δεν το είχα συνειδητοποιήσει απόλυτα. Έπρεπε να πάθω και άλλα ρεζιλίκια για να το μάθω καλά, αν τελικά  το έμαθα  Θυμάμαι……..


        Και καλά όταν έχεις να κάνεις με πεθαμένους και διαόλους. Μα τα είχε πει και ο παπάς του χωριού και ο θεολόγος της τάξης. Κοπανάς ένα εξορκισμό, κάνεις το σταυρό σου, έχεις τα όπλα  να τους πολεμήσεις. Με τους αγίους τι κάνεις. Γιατί σαν παιδιά, κάτι με την κόλαση που μας λέγανε ,κάτι με τις ιστορίες  με αγίους που εμφανίσθηκαν ξαφνικά σε κάποιους, κάτι η ιδέα που μας  είχε  βάλει ο παπάς  ότι οι άγιοι μας παρακολουθούν συνέχεια αν είμαστε καλά παιδιά, τον είχαμε το φόβο μας. Κι αν μου έλεγες να πάω μόνος μου μέσα σε εκκλησία πρωί ή βράδυ πολύ θα το σκεφτόμουν.
        Και σ’ αυτή την ιστορία  με μπέρδεψε μια  κυρά - Μαρία από το διπλανό χωριό.    
        Φεβρουάριος μήνας.  Σάββατο  θα ήταν γιατί πήγαινα πάλι στο χωριό μου αφού τελείωσε η σχολική βδομάδα στην πόλη. Μετά από δυόμιση ώρες πορεία με τα πόδια έφτασα στους Αγίους Θεοδώρους.
         Οι Άγιοι Θεόδωροι είναι μια κακοτράχαλη περιοχή με απότομους βράχους  και γκρεμούς, που ανάμεσα τους  περνάει ο δρόμος για το χωριό μου. Είναι ένα ανεμοδαρμένο μέρος και  το   καταλαβαίνεις αμέσως βλέποντας την μορφή των βράχων, τα λιγοστά μικρά και ευλύγιστα  δένδρα και  μερικά κυπαρίσσια  που περιστοιχίζουν το ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, που έδωσε και το όνομα στην περιοχή. Μερικές ξύλινες  κολώνες με στηριγμένα επάνω τους τα τηλεφωνικά σύρματα, καρφωμένες στα βράχια, συμπληρώνουν την όλη εικόνα. Κάτω από το μοναδικό χωμάτινο στενό δρόμο – πέρασμα, χάσκει αδυσώπητα ο γκρεμός.
         Όταν έφτασα στην περιοχή ήταν όπως τις άλλες χειμωνιάτικες μέρες. Βαριά  συννεφιά  και ο αέρας τόσο δυνατός που κινδύνευα να με πετάξει στο γκρεμό. Προχωρούσα σιγά - σιγά κολλημένος στους βράχους . Έβαλα τα χέρια  στο πρόσωπο μου, βλέποντας ανάμεσα από τα δάχτυλα μου,  για να γλιτώσω από τη σκόνη που έφερνε ο αέρας. Τη βαριά συννεφιά  χάραζαν οι αστραπές και το μουγκρητό των κεραυνών σου έκοβε την ανάσα. Τα κυπαρίσσια και τα λιγοστά δένδρα πάνω στους βράχους λύγιζαν και νόμιζες ότι θα ξεριζωθούν. Το πέρασμα του αέρα στα τηλεφωνικά σύρματα σαν σειρήνα που άλλοτε χαμήλωνε και άλλοτε ήταν τόσο δυνατή που έκλεινες τα αυτιά σου, έμοιαζε σαν την  απαραίτητη μουσική υπόκρουση σε ταινία τρόμου.
        Άρχισα να φοβάμαι με την όλη κατάσταση……Έφτασα στο σταυροδρόμι  που ένα μικρό δρομάκι, είκοσι μέτρων περίπου, έστριβε για το εκκλησάκι. Τα ξύλινα παλιά εξωτερικά παράθυρα του χτυπούσαν συνέχεια , ανοιγοκλείνοντας από τον αέρα. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος τους συμπλήρωνε το όλο σκηνικό προς το χειρότερο. Ο φόβος μου μεγάλωνε….. Πήγα να κάνω το σταυρό μου ….και το χέρι μου έμεινε μετέωρο…..
      --Γιωργηηή…….ακούστηκε μέσα από το εκκλησάκι.
Η  κραυγή ξανακούστηκε πολλές φορές είτε μέσα από την εκκλησία  είτε σαν αντίλαλος από τις σπηλιές των βράχων. Η ένταση της  ανέβαινε και κατέβαινε ανάλογα με την ένταση του αέρα.
        Προσπάθησα  να σκεφθώ. Ένοιωθα ότι κάτι με απειλούσε αλλά δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Στις εκκλησίες δεν τολμούν να πάνε ούτε σατανάδες ούτε φαντάσματα. ’’Λες να αντικρίσω ξαφνικά μπροστά  μου κανένα  Άγιο’’ σκέφτηκα και τρομοκρατήθηκα………Δεν ήξερα τι να κάνω…Ξόρκια για Αγίους δεν ήξερα…..
         Έστριψα στο δρόμο για το χωριό μου. Δεν το έβαλα στα πόδια….. αλλά με την άκρη του ματιού μου κοίταζα μην ανοίξει η πόρτα και βγούν οι  Άγιοι και τότε να τρέξω. Ούτε τα παράθυρα που ανοιγόκλειναν άκουγα, ούτε τα σύρματα που σύριζαν,  ούτε τον αέρα ένοιωθα. Ξεχάστηκαν όλα.  Όλο μου το είναι είχε αφοσιωθεί στη φωνή που άκουγα και στην πόρτα μήπως ανοίξει.
       Στα πενήντα μέτρα μέτρα  ο δρόμος έστριβε και δεν έβλεπα πια το εκκλησάκι. Η φωνή δεν ξανακούστηκε….
        Αλαφιασμένος έφτασα στο χωριό μου και στο σπίτι μου. Δεν είπα και πάλι τίποτα σε κανένα . Εξ  άλλου τι να πω. Ότι με φώναζαν οι Άγιοι;
Μέσα μου βέβαια η απορία  είχε κατασταλάξει και δεν  έβγαινε με τίποτα. Η απορία μου λύθηκε μετά από μια  ώρα περίπου από την κυρά – Μαρία που σας έλεγα. Τη συνάντησα στο δρόμο έξω από το σπίτι μου και μου είπε:
       --Ρε ευλογημένο, δεν άκουγες που σου φώναζα να μου ανοίξεις;  Μπήκα στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων να φυλαχτώ από την κακοκαιρία για λίγο και ο αέρας σφήνωσε την πόρτα.. Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω. Ευτυχώς  πέρασε ο Αργύρης και μου άνοιξε……
      --Δεν σ’  άκουσα  κυρά – Μαρία…….                
                 
 

        Είχα φτάσει στα δεκατέσσερα  το 1961 και πήγαινα στη Τρίτη Γυμνασίου. Μετά τα ρεζιλίκια που είχα πάθει με το φόβο μου και τις συναντήσεις  μου με όλα τα μεταφυσικά στοιχεία της πλάσης , νόμιζα ότι είχα βάλει πια μυαλό. Ένοιωθα πιο σίγουρος για τον εαυτό μου. Ξαφνικά μου μπήκε η ιδέα ότι ήμουνα  άτρωτος σε όλα. Άλλαξε το περπάτημα  μου, άλλαξε η φωνή μου, άρχιζε η εφηβεία,  αλλά εγώ νόμιζα ότι ήμουν άντρας πια.
        Έμενα μόνος μου σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο, δίπλα στη θάλασσα. Να φαντασθείτε ένα χώρο τρία  επί τρία  σκεπασμένο με τσίγκους , χωρίς ταβάνι, χτισμένο με χωμάτινες πλίθες. Και με τσιμέντο κάτω. Είχα το κρεβάτι μου, απλωμένες σανίδες σε δύο τρίποδα, μια γκαζιέρα και τα σχετικά τσίγκινα σκεύη για μαγείρεμα  και τα βιβλία  μου. Χρέη τραπεζιού και γραφείου έπαιζε το κρεβάτι. Το καλό του δωματίου ήταν το παράθυρο του προς τη θάλασσα.  Η άμμος της  ακρογιαλιάς άρχιζε κάτω ακριβώς από το παράθυρο. Ήταν απόλαυση να αγναντεύεις τον Κορινθιακό κόλπο ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ο θαλασσινός αέρας να γεμίζει τα πνευμόνια σου. Ήταν απόλαυση να κοιμάσαι τα βράδια και να σε νανουρίζει το σβήσιμο των κυμάτων στην ακρογιαλιά.
        Όλα πήγαιναν καλά εκείνη τη χρονιά. Ήταν η τρίτη  χρονιά  που έμενα μόνος μου, οι γονείς μου έμεναν στο χωριό, και είχα πια συνηθίσει αυτή την κατάσταση. Έφτασε ο Απρίλης , ζέστανε ο καιρός και εγώ περίμενα σε λίγες μέρες τις Πασχαλινές διακοπές  που ισοδυναμούσε με   ένα δεκαπενθήμερο στο χωριό.               
           
       Ένα πρωινό, μόλις  είχε  αρχίσει να ξημερώνει, ξύπνησα από κάποιο θόρυβο έξω  από το παράθυρο μου. Μισοκοιμισμένος όπως  ήμουν, προσπάθησα να καταλάβω τη συμβαίνει. Άρχισα  να φαντάζομαι οτιδήποτε. Το έργο  που είχα δει στο μοναδικό κινηματογράφο το προηγούμενο βράδυ με βρικόλακες φαίνεται με επηρέασε. Με τα μάτια  μου μισάνοιχτα καταλάβαινα ότι δεν είχε ξημερώσει. Δεν τολμούσα να στρίψω το κεφάλι μου να κοιτάξω έξω από τα τζάμια του παραθύρου. Άκουσα πάλι το θόρυβο, πιάνω ένα σταυρουδάκι που είχα στο λαιμό και νοιώθω πιο δυνατός. Το μούδιασμα του φόβου λιγοστεύει στο σώμα μου  ανοίγω τελείως τα μάτια μου και κοιτάζω προς το παράθυρο. Προλαβαίνω να δω μια σκιά να περνάει μπροστά από το παράθυρο με ένα σούρσιμο ποδιών πάνω στην άμμο…….Έφυγε σκέφτηκα όταν έπιασα στο σταυρουδάκι…..Βρικόλακας θα ήταν….
         Ξημέρωσε. Όταν βγήκε ο ήλιος όλα πήραν τους κανονικούς τους ρυθμούς. Πήγα στο σχολείο. Στα διαλείμματα  όλα τα παιδιά μιλούσαν για το έργο που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ. Φαίνεται ότι και σ’ αυτούς είχε κάνει εντύπωση. Όλοι παρίσταναν το πώς ο πρωταγωνιστής είχε κατατροπώσει τον Βρικόλακα μ’ ένα σταυρό και μια ξύλινη σφήνα. Συμμετείχα στις συζητήσεις  μα δεν ανέφερα τίποτα για τη δική μου περιπέτεια.
        Πέρασε η μέρα και έφτασε το βράδυ. Όταν ήλθε η ώρα να κοιμηθώ είχα πείσει τον εαυτό μου ότι όσα συνέβησαν το ξημέρωμα  ήταν κάποιο όνειρο που είδα σε κάποια στιγμή που ήμουν μισοκοιμισμένος. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω………
        Θέλεις η έγνοια μου, θέλεις ο φόβος μου με ξύπνησαν λίγο πριν ξημερώσει…Αφουγκράστηκα…..Τίποτα……Ησύχασα και γέλασα με τον εαυτό μου….Επιτέλους είμαι μεγάλος πια…..Δεν υπάρχουν στοιχειά και Βρικόλακες….!  Και ξαφνικά ο ήχος από σούρσιμο ποδιών  ακούστηκε έξω από το παράθυρο μου. ……….  
….Πάγωσα….Ασυναίσθητα έπιασα το σταυρό που είχα στο λαιμό μου…… Το σούρσιμο σταμάτησε….  Ένοιωσα δυνατός  και ασφαλής κρατώντας το σταυρό…..  Σαν να τρέχει νερό ξανακούστηκε από έξω…και μετά από ένα λεπτό σταμάτησε.
        Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος εκείνη τη στιγμή. Ή  ο σταυρός που έσφιγγα στο χέρι μου το έδωσε,  ή το θάρρος του πρωταγωνιστή στην ταινία με εμψύχωσε,  ή ο θυμός με τον εαυτό μου  για το φόβο που με είχε κυριεύσει με παρέσυρε…..και όρμησα στο παράθυρο……….Το ανοίγω και με δύναμη το σπρώχνω προς τα έξω….κρατώντας πάντα  σφιχτά  με το άλλο μου το χέρι τον σταυρό….Ακούω μια γνωστή φωνή…..
      --Γιώργη, σε ξύπνησα παιδί μου;
      Βγάζω το κεφάλι έξω και βλέπω τον σπιτονοικοκύρη μου, τον κυρ – Χρήστο με ανοιχτά τα πόδια να κουμπώνει το παντελόνι του.
      --Ρε κυρ – Χρήστο γιατί κατουράς δίπλα από το παράθυρο μου. Δεν πας πιο πέρα.
      Ήταν το βίτσιο του κυρ – Χρήστου την πρωινή σωματική του ανάγκη όταν ξάνοιγε ο καιρός και έπιανε Άνοιξη να την ευχαριστιέται στην άμμο αγναντεύοντας τη θάλασσα………..