Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΒΑΡΑΤΕ ΚΑΙ ΜΗ ΡΩΤΑΤΕ

      Το  όνομα του ήταν Γιάννης Κ………….. Αγρότης μεροκαματιάρης από κάποιο χωριό στα σύνορα Κορινθίας και Αχαΐας. Μεροδούλι – μεροφάι που λένε. Δύσκολοι καιροί τότε για όλους. Μα αν ήταν δύσκολα για τους άλλους για τον Γιάννη ήταν δέκα φορές πιο δύσκολα. Ήταν γύρω στα σαράντα αλλά είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή. Για τούτη την εποχή είχε τρία ελαττώματα. 
     Πρώτα οι ιδέες που είχε για συνεταιριστικές καλλιέργειες και οι ιδέες του να φυτέψουν άλλα πράγματα εκτός από τα συνηθισμένα ήταν η αρχή ώστε άλλοι να τον θεωρούν τρελό και άλλοι επικίνδυνο για το χωριό.
     Το άλλο του ελάττωμα  ήταν πιο αλλόκοτο και ανεξήγητο για τους συγχωριανούς του. Όταν δεν έβρισκε μεροκάματο καθόταν στη πλατεία στο καφενείο και αντί να παίξει τάβλι ή πρέφα σαν τους άλλους έκανε δυο πράγματα. Ή διάβαζε με τις ώρες κάποιο βιβλίο που έφερνε κάθε τόσο σαν κατέβαινε στην πόλη ή το χειρότερο άπλωνε ένα πανί και ζωγράφιζε. Είχαν δει και τα παιδιά τους να ζωγραφίζουν με ξυλομπογιές στο χαρτί αλλά τούτα που έφτιαχνε ο Γιάννης στο πανί δεν ήταν ούτε δένδρα ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Ήσαν κάτι περίεργα ζωγραφιστά σχήματα που δεν καταλάβαιναν τι παρίσταναν. Και ότι δεν καταλαβαίνεις είναι και επικίνδυνο σύμφωνα με το μυαλό τους.
      Το τρίτο του  ελάττωμα  ήταν και το χειρότερο. Δεν κράταγε το στόμα  του κλειστό όταν νόμιζε ότι κάποιος είχε αδικηθεί. Είτε απόφαση της κυβέρνησης ήταν, είτε του Αγρονόμου, είτε του Χωροφύλακα, δεν γλίτωνε από την κριτική του και μάλιστα μέσα στο καφενείο. Και δεν σταματούσε σ’ αυτούς. Κατηγορούσε και τους αδικημένους ότι δεν αντιστάθηκαν στην αδικία.
      Μ’ όλα τούτα  το όνομα Γιάννης Κ…….  έγινε συνώνυμο του περίεργου, του τρελού,  του επικίνδυνου, του επαναστάτη. Και είπαμε σε δύσκολους καιρούς. Με τον  κοσμάκη να έχει στο σβέρκο του τους Γερμανούς, τη μια  ημέρα να περνάνε από το χωριό οι αντάρτες, την άλλη οι ταγματασφαλίτες,  και οι άνθρωποι του καθενός  είτε από φόβο είτε επειδή είχαν συμφέρον  τους πληροφορούσαν τι γίνεται στο χωριό και ποιος είναι με ποιον.
        Περνούσαν λοιπόν οι Γερμανοί από το χωριό, έκαναν τις έρευνες τους, ζητούσαν ταυτότητες, έβλεπαν το όνομα  Γιάννης Κ…….. ,  είχαν τις  πληροφορίες τους, τον άρχιζαν στο ξύλο και τις ανακρίσεις να μαρτυρήσει τους αντάρτες συνεργάτες του. Περνούσαν μετά από λίγες μέρες οι αντάρτες να πάλι ξύλο. Κάτι είχαν ακούσει κι αυτοί για το πόσο ύποπτος  άνθρωπος ήταν. Έφευγαν οι αντάρτες, έρχονταν  οι ταγματασφαλίτες, τον έβρισκαν  να δουλεύει στο χωράφι,  άρχιζαν τις ερωτήσεις. Μόλις άκουγαν το όνομα του, είχαν και τούτοι άσχημες πληροφορίες, να καινούργιο ξύλο παρά τις διαμαρτυρίες του.
        Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν για βδομάδες. Δεν περνούσε βδομάδα που να μη τον δείρει κάποιος. Μόλις τον φώναζαν και του έλεγαν  ’’πως σε λένε ρε’’  ήξερε ότι μόλις έλεγε  ’’ Γιάννη Κ…….’’  άρχιζε το ξύλο.
       Μετά από όλα αυτά  άλλαξε  η συμπεριφορά του και έλεγε μόνο δύο λέξεις ότι  και να του έλεγαν:
      --Πως  σε λένε ρε ; ….Απαντούσε…Βαράτε και μη ρωτάτε…!
      --Που πας ; …………Βαράτε και μη ρωτάτε…….!
      --Ποιους υποστηρίζεις ρε;….Ίδια απάντηση….Βαράτε και μη ρωτάτε….!
      --Τι έφαγες σήμερα ;….Τα  ίδια…….Βαράτε και μη ρωτάτε……!
Πέρασε ο καιρός , έφυγαν οι Γερμανοί, τελείωσε ο εμφύλιος κι ο Γιάννης Κ……. γλίτωσε το ξύλο. Δεν σταμάτησε όμως  να λεει τις δικές του ιδιότροπες ιδέες, να κρίνει και να κατακρίνει την οποιαδήποτε εξουσία  όταν νόμιζε ότι κάποιος αδικιώτανε από ενέργειες της.  Δεν σταμάτησε να διαβάζει τα βιβλία του στο καφενείο και να ζωγραφίζει τα περίεργα  χρωματιστά του σχήματα. Κι όταν για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια γίνονταν εκλογές  κάποιοι τόλμησαν να τον ρωτήσουν.
      --Γιάννη τι θα ψηφίσεις ; …Έκπληκτοι τον άκουσαν να απαντάει.
      --Βαράτε και μη ρωτάτε…….! Κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίσθηκε  στο πρόσωπο του.
       Τούτη τους η απορία  λύθηκε όταν πέθανε ο Γιάννης Κ……….  Από τότε και μετά δεν ξαναβρήκαν στην κάλπη ότι έβρισκαν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Ένα φάκελο δηλαδή που μέσα αντί για ψηφοδέλτιο είχε μια καλά διπλωμένη ζωγραφισμένη  χαρτοπετσέτα. Το είχαν υποψιασθεί βέβαια , τον είχαν ρωτήσει τα προηγούμενα χρόνια αν ήταν δική του δουλειά τούτη, αλλά τους είχε ως συνήθως απαντήσει.
      --Βαράτε και μη ρωτάτε……..!
             
        
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου