Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑ  ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ


     Ο  κατηγορούμενος καθόταν στο εδώλιο με φανερή νευρικότητα. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο αδύνατο ανθρωπάκι. Δεν φαινόταν να ξεπερνάει σε ύψος το ένα και εξήντα. Κοίταζε ανήσυχα τους δικαστές που κάθονταν στην έδρα.
      --Τι έχουμε εδώ, ρώτησε ο πρόεδρος τον εισαγγελέα.
      --Υπόθεση χειροδικίας, απάντησε εκείνος.
Ο πρόεδρος διάβασε γρήγορα τα χαρτιά μπροστά του και κατέβασε το βλέμμα του στον κατηγορούμενο αγριεμένος.
      --Μπα  μπα  είσαι νταής  ε…!  Βλέπω εδώ στα χαρτιά ότι χαστούκισες τον συγχωριανό σου. Όταν βρίσκουμε κανένα πιο αδύνατο κάνουμε ότι μας αρέσει….!
     --Τον χαστούκισα κύριε πρόεδρε …αλλά δεν είμαι νταής….απάντησε φοβισμένο το ανθρωπάκι.
     --Και γιατί τον χαστούκισες ;
     --Να……  κύριε πρόεδρε……. δεν μίλησε καλά στα παιδιά μου…
     --Δηλαδή τι τους είπε…ειρωνεύτηκε ο πρόεδρος.
     --Να……τους  έλεγε……. Ρε λιμασμένα δεν σας φτάνει η πείνα σας……θέλετε να μου πάτε και στο Γυμνάσιο……
Ο πρόεδρος πήγε κάτι να πει, συγκρατήθηκε, ξανακοίταξε τα χαρτιά του και τελικά  χαμηλώνοντας τη φωνή είπε.
     --Καλά και συ  έπρεπε να τον χτυπήσεις ;
     --…………………………….
     --Για να έλθει ο παθών…. .είπε ο πρόεδρος.
     Από το βάθος της  αίθουσας  ακούστηκε σαν από βαρύτονο ένα   ’’μάλιστα  κύριε πρόεδρε’’  και ο παθών προχώρησε προς την  έδρα  του Δικαστηρίου.     
Ήταν ένας τύπος εύσωμος. καλοζωισμένος, κοντά στα δύο μέτρα ψηλός  μ’ ένα παχύ μουστάκι  να χωρίζει στα δύο  το καλοθρεμμένο πρόσωπο του. Πλησίαζε προς τον πρόεδρο και τα εκατόν τόσα  κιλά του έκαναν το πάτωμα να τρίζει.
   --Μάλιστα κύριε πρόεδρε, ξαναείπε.
   --Είσαι ο παθών, ρώτησε ο πρόεδρος
   --Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
   Το κεφάλι του προέδρου πήγαινε δεξιά  αριστερά συνέχεια λες και παρακολουθούσε  μπαλάκι σε αγώνα τένις. Κοίταζε μια  τον κατηγορούμενο, μια το θύμα, μια τον εισαγγελέα.
   Ο εισαγγελέας κατέβασε  λίγο στη μύτη του τα  γυαλιά  του φανερά αμήχανος. Λες και ήταν το σύνθημα  το ίδιο έκανε και ο πρόεδρος . Κατέβασε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του με κίνδυνο να του πέσουν και κοίταξε τον μηνυτή από πάνω τους.
   --Και σε χαστούκισε αυτός  εδώ…..!  Και έδειξε τον κατηγορούμενο             
   --Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
    --Αυτός εδώ…και έκανε μια κίνηση με τα χέρια για να δείξει πόσο μικροκαμωμένος  και κοντός ήταν ο κατηγορούμενος.
    --Μάλιστα κύριε πρόεδρε… είπε ο μηνυτής,  λες και δεν ήξερε άλλη λέξη.
    --Εσένα , ξαναρώτησε ο πρόεδρος .
    --Μάλιστα  κύριε πρόεδρε.
Και ο πρόεδρος ξερά :
    --Tο δικαστήριο αμφιβάλλει και απαλλάσσει  και για να γίνω πιο σαφής, αθώος ο κατηγορούμενος….!
     
    Όλο το ακροατήριο και εγώ που παρευρισκόμουν, δεν ξέρω γιατί, αλλά είχαμε την αίσθηση ότι ο πρόεδρος ευχαριστήθηκε την  απόφαση πιο πολύ από τον κατηγορούμενο και τα  παιδιά  του που περίμεναν καθισμένα  στο βάθος της αίθουσας.             















Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΓΩΝΙΑ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑ ΚΑΙ ΑΓΡΑΣ

     Μόλις είχες κλείσει τα δεκάξι σου χρόνια και σαν ξημέρωνε ήσουν στο παράθυρο. Περίμενες την ώρα που θ’ άκουγες το ρυθμικό περπάτημα των αλόγων. Τότε τέντωνες το κεφαλάκι σου έξω και το βλέμμα σου καρφωνόταν στη γωνία Τσικλητήρα  και Άγρας, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκεί θα εμφανιζόταν σε λίγο ο ουλαμός του ιππικού που πήγαινε για την έπαρση της σημαίας μπροστά στο Στάδιο. Πρώτα έβλεπες τον επικεφαλής και άρχιζες το μέτρημα. Πρώτη τετράδα, δεύτερη, τρίτη τετράδα και να ο αγαπημένος σου. Ο δεύτερος από δεξιά………
     Ένας αγαπημένος που δεν ήξερες ούτε πως τον έλεγαν, ούτε που έμενε, ούτε θα το μάθαινες ποτέ. Μόνο στα όνειρα σου του έδινες όνομα και περπατούσατε μαζί σε κήπους με τριανταφυλλιές, βασιλικούς και βοκαμβίλιες. Πηγαίνατε μαζί, στην άκρη της θάλασσας πιασμένοι χέρι-χέρι, να δείτε το ηλιοβασίλεμα. Και κει ακουμπούσες το κεφαλάκι σου στους ώμους του, νοιώθοντας την ευτυχία να σου ναρκώνει το σώμα. Και τα όνειρα σου ταξίδευαν…. Ταξίδευαν με καλπασμό σαν τ’ άλογα που περνούσαν τώρα και χάνονταν στη άλλη γωνία.          
     Ένας  αναστεναγμός έβγαινε από τη ψυχή σου σαν τον έκρυβε η επόμενη γωνία. Θα γύριζαν πίσω από άλλο δρόμο. Θα περίμενες μέχρι το βράδυ όταν θα πήγαιναν για την υποστολή της σημαίας για να τον ξαναδείς. Μέχρι τότε στο μυαλό σου θα σκεφτόσουν το παράστημα, την ομορφιά, και αν ήταν πραγματικότητα αυτό που φαντάστηκες κάποια στιγμή.   Ότι σαν να σου φάνηκε πως το βλέμμα του, κάποια στιγμή καρφώθηκε στο βλέμμα σου. Και ένοιωσες πως και αυτός σ’ αγαπούσε όπως τον αγάπαγες και συ. Γιατί εσύ τον αγαπούσες μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Και θα περιμένεις και το άλλο πρωί και το άλλο σούρουπο και το άλλο…και το άλλο…
     --Κι αν πάρει καμιά μετάθεση… σκεφτόσουν.
     --Όχι, δεν θα συμβεί σε μένα αυτό…απαντούσες μόνη σου στο ερώτημα σου και ησύχαζες.
      Οι μέρες έφευγαν η μία μετά την άλλη τόσο γρήγορα όσο τα όνειρα που έκανες για τον αγαπημένο σου. Πέρασαν οι μήνες, συμπληρώθηκε χρόνος και συ στο παράθυρο, πρωί βράδυ, με το βλέμμα στη γωνία Τσικλητήρα και Άγρας να περιμένεις τον άγνωστο που είχες βάλει στην καρδιά σου.
     Και ξαφνικά ένα πρωί…δεν τον είδες. Κάποιος άλλος ήταν στη θέση του…Ένα σύγκρυο διαπέρασε το κορμί σου. Τα πόδια σου καρφώθηκαν στο πάτωμα και δεν μπορούσες να κινηθείς.
     --Θα  μου αρρώστησε… σκέφτηκες…. Θα γίνει καλά όμως και σε λίγες μέρες θα τον δω….μπορεί και αύριο….φούντωνε μέσα σου η ελπίδα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
     Δεν τον ξαναείδε από τότε. Μετά από δυο εβδομάδες υπομονής ένοιωσε ότι ο άγνωστος αγαπημένος  την πρόδωσε και δεν ξανάνοιξε το παράθυρο η φίλη μου η Μαρούλα. Και αν τύχαινε να είναι στο δρόμο μαζί μας το βράδυ σαν πέρναγε ο ουλαμός του ιππικού, προφασιζόταν ότι είχε ξεχάσει κάτι και έτρεχε μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς που μοιραζόταν τον πόνο της μαζί μου και ξέφευγε λίγο το μυαλό της. Τότε καταλάβαμε και οι δύο ότι και η αγάπη πονάει.       
        Πέρναγαν  τα χρόνια, φτάσαμε  είκοσι  χρονών, κάτι   ο χρόνος
κάτι η φροντίδα του νοικοκυριού,  αποκλειστική δουλειά των κοριτσιών τότε, έκαναν τη Μαρούλα να ξεχάσει τον άγνωστο αγαπημένο της. Δεν μου ανάφερε ποτέ τίποτα και εγώ έκανα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ποτέ. Το μόνο ερωτηματικό που είχα, αλλά δεν τολμούσα να το ξεστομίσω ήταν, γιατί τέσσερα χρόνια τώρα η Μαρούλα, δεν άνοιγε το παράθυρο που έβλεπε στη γωνία Τσικλητήρα και Άγρας.                                    
………………………………………………………………………….
 …………………………………………………………………………      
       Πέντε στενά πιο κάτω από το σπίτι της Μαρούλας, ο Αντώνης και η παρέα του, εκείνο το βράδυ τα είχαν ετοιμάσει όλα. Οι δυο του φίλοι γρατζούναγαν τις κιθάρες τους προσπαθώντας να συγχρονισθούν με τον Αντώνη που σιγοτραγουδούσε καθισμένος δίπλα τους. Κάθε τόσο κάποιος από τους τρεις τους έβγαζε το ρολόι του από το τσεπάκι του γιλέκου του και ανήγγελλε την ώρα.
      --Δέκα η ώρα ……Άντε δυο ώρες θέλουμε ακόμη.
      Είχαν έρθει από νωρίς στο ταβερνάκι δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έπιναν το κρασάκι τους και ετοιμάζονταν για την βραδινή καντάδα.
     --Ρε Αντώνη είσαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο η κοπέλα που θα  πάμε να της τραγουδήσουμε….ρώτησε ο ένας από τους κιθαρίστες.
     --Σου το ξαναείπα δεν υπάρχει καλύτερη σ’ όλο το Βατραχονήσι…είπε ο Αντώνης.
     --Χαλάλι τότε ο κίνδυνος να μας ξυλοφορτώσουν οι δικοί της, αφού σ’ αρέσει τόσο……απαντούσαν οι άλλοι.
     Οι θαμώνες της ταβέρνας είχαν μπει ήδη στο νόημα. Άρχιζαν να συνοδεύουν στην αρχή χαμηλόφωνα και αργότερα πιο θαρρετά τον Αντώνη στο τραγούδι.
     --Έντεκα η ώρα….φώναξε κάποιος από το διπλανό τραπέζι. Πότε με το καλό ξεκινάτε ;
     --Κατά τις δώδεκα… απάντησε ο Αντώνης και ακούστηκε σ’ όλη την ταβέρνα, καθώς είχαν κάνει όλοι ησυχία για να ακούσουν.
     --Την αγαπάς μωρέ….ακούστηκε μια φωνή από το βάθος.
     --Και βέβαια την αγαπάω……..Την είδα στην εκκλησία και έχασα τα λογικά μου απάντησε ο Αντώνης.
      Οι δυο του φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Ο Αντώνης συνήθως πολύ ντροπαλός, για να το ομολογεί σε τόσο κόσμο, πρέπει να ήταν ερωτοχτυπημένος. Κρασί πάντως δεν είχε πιει τόσο πολύ ώστε να μη ξέρει τι λέει.
       Το τραγούδι και το κέφι μέσα στην ταβέρνα όσο περνούσε η ώρα άναβε. Οι κιθάρες σιγοντάριζαν όποιον ξεκινούσε κάποιο τραγούδι. Τα εικοσιπέντε με τριάντα άτομα που βρίσκονταν στην υπόγεια  ταβέρνα είχαν γίνει μια μεγάλη παρέα.
      --Και πιο τραγούδι θα της πούμε ρε παιδιά…..ακούστηκε μια άλλη φωνή από την άλλη γωνία της ταβέρνας.
      Έγινε χαλασμός. Ο καθένας πρότεινε και κάτι. Ξαφνικά το ζήτημα για να μην πούμε πρόβλημα του Αντώνη είχε γίνει πρόβλημα όλων. Που λύθηκε όμως γρήγορα από τον πιο γέρο της μεγάλης πια παρέας.
     --Ξεκίνα εσύ Αντώνη την κάθε αράδα της καντάδας και την ξαναλέμε εμείς….είπε και συμφώνησαν όλοι.
     Οι τρεις φίλοι σηκώθηκαν πρώτοι. Ήταν η ώρα δώδεκα. Όλοι οι άλλοι τους ακολούθησαν. Η ταβέρνα άδειασε χωρίς να πληρώσει κανένας. Ο ταβερνιάρης δεν ανησύχησε. Τους ήξερε όλους. Θα το κανόνιζαν αύριο. Ξεκίνησε κι αυτός μαζί τους. Δεν το έχανε τούτο το σημερινό με τίποτα.
     Οι φανοστάτες στην οδό Ερατοσθένους ήταν όλοι αναμμένοι και φώτιζαν όλη την παρέα καθώς πήρε την ανηφόρα ανάμεσα στις ράγες του τραμ που ανέβαιναν προς το Παγκράτι. Μπροστά πήγαινε ο Αντώνης με τους δύο κιθαρίστες και πίσω τους ακολουθούσαν οι υπόλοιποι που βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα. Δεν ήταν και άγνωστοι  μια και έμεναν στις γύρω γειτονιές αλλά δεν ήσαν και πρώτοι φίλοι. Σε τούτη την περίσταση όμως, λες και τους είχε ενώσει κάτι και ζούσαν την όλη κατάσταση σαν  προσωπικό τους θέμα. Ακολουθούσαν λοιπόν τους τρεις φίλους ήσυχα σχεδόν συνωμοτικά, απολαμβάνοντας συγχρόνως την καλοκαιρινή τούτη βόλτα που ήτανε βουτηγμένη στις μυρωδιές των φρεσκοποτισμένων λουλουδιών στους μικρούς κήπους και τα μπαλκόνια των σπιτιών κατά μήκος της Ερατοσθένους. Κάτι το άρωμα των λουλουδιών, κάτι το αεράκι που θρόιζε ανάμεσα στα πλατάνια του διπλανού Ιλισού, κάτι τα ερωτικά καλέσματα των βατράχων που αφθονούσαν στις όχθες του και σ’ όλο το Βατραχονήσι, κάτι ο ομολογημένος  έρωτας του Αντώνη,  τους είχε συνεπάρει όλους και ένοιωθαν ότι τούτη η νύχτα ήταν φτιαγμένη μόνο για αγάπη και καντάδα.
     Ανέβηκαν την Ερατοσθένους και δυο δρόμους πριν το τέλος της ο Αντώνης έστριψε δεξιά. Ο γωνιακός φανοστάτης φώτιζε αμυδρά την ταμπέλα του δρόμου. Έγραφε  ’’ΟΔΟΣ  ΤΣΙΚΛΗΤΉΡΑ’’. Σταμάτησαν λίγο πριν το τέλος του δρόμου πριν βγουν στην οδό Άγρας. Περπατούσαν σιγά να μη ξυπνήσουν τον κόσμο που κοιμόνταν, με ανοιχτά τα παράθυρα του, τούτο το γλυκόκαιρο καλοκαιρινό βράδυ. Σταμάτησε ο Αντώνης απέναντι από το μόνο παράθυρο που είχε κλειστά και τα παντζούρια ακόμη. Πίσω του πήραν θέση τα κατά τύχη μέλη της νεοσύστατης χορωδίας και οι κιθαρίστες άρχισαν. Ο Αντώνης έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε:     
                              Ξύπνα  Μαρούλα κι άκουσε
                              κάποιο μινόρε  της αυγής
και οι υπόλοιποι επανέλαβαν τους στίχους του τραγουδιού με τέτοια αρμονία λες και είχαν κάνει πολλά βράδια  πολλές ώρες  πρόβα.
                               Για σένανε είναι γραμμένο
                                από το κλάμα κάποιας ψυχής
                                ………………………………
                                ………………………………
     Είχαν γίνει πολλές καντάδες στη γειτονιά. Μα σαν αυτή και από τόσα άτομα δεν είχε ξαναγίνει. Ένα - ένα  άρχισαν να φωτίζονται όλα τα παράθυρα της γειτονιάς και ακόμη πιο πέρα.
                               Έβγα στο παραθύρι σου
                                μικρέ  βασιλικέ μου….
άρχιζε καινούργιο τραγουδάκι ο Αντώνης κι άλλοι ακολουθούσαν  όπως τα είχαν συμφωνήσει.
                                Και με γλυκό χαμόγελο
                                μια καληνύχτα πες μου
                                ………………………..
                                ………………………..
     Εκείνο το βράδυ ο Αντώνης και η περίεργη παρέα του κατάφερε να κρατήσει όλη  την γειτονιά  ξάγρυπνη μέχρι τις πρωινές ώρες. Και όχι μόνον. Μετά από τέσσερα χρόνια η Μαρούλα  ξανάνοιξε το παράθυρο της και μαζί την καρδιά της στην αγάπη του Αντώνη.
      Ο γάμος τους έγινε μετά από ένα χρόνο………………………







Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Η ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΗ  ΤΙΜΩΡΙΑ
  Ή Ο ΘΕΟΣ ΤΑ ΠΑΝΘ’ ΟΡΑ


      Ο  κυρ – Γιώργης  τα είχε τα  ελαττωματάκια  του. Αλλά εκείνη η λαιμαργία του ήταν άλλο πράγμα . Άνθρωπος θεοσεβούμενος, δεν άκουγε τις παραινέσεις,  ούτε του φίλού του παπά, ούτε της κυράς του.
      --Πρόσεξε, τούτη  σου η λαιμαργία θα σε βάλει σε μπελάδες . Χώρια που στο τεφτέρι του Θεού γράφεται σαν ένα από τα επτά  θανάσιμα  αμαρτήματα . Πρόσεξε, είσαι και επίτροπος στην εκκλησία και πρέπει να δίνεις το καλό παράδειγμα…… του έλεγε  ο παπάς.
      --Συγκρατήσου, έχεις γίνει ρεζίλι σε όλους. Όπου και να πάω  δεν με ρωτάνε τίποτα άλλο από το  …τι μαγείρεψες σήμερα …..είχες συκωτάκια ;….τον έτρωγε κάθε μέρα η κυρά του.
      Παρ’ όλα αυτά  όταν έβλεπε μεζεδάκια και μάλιστα τηγανητά δεν ήξερε τι πάθαινε. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Όταν η κυρά του τηγάνιζε μεζεδάκια και ιδίως συκωτάκια, έδινε ολόκληρη μάχη να τον κρατήσει μακριά για να μη καεί, καθώς κυριολεκτικά  τα  καμάκωνε μέσα από το τηγάνι μισοψημένα.  Τον είχαν μάθει όλοι στη γειτονιά και σαν έβαζαν να τηγανίσουν ήξεραν ότι σε λίγο θα τους επισκεπτόταν με διάφορες προφάσεις. Ήξεραν ότι δεν θα έφευγε αν δεν άκουγε τη γνωστή φράση της νοικοκυράς :
      --Κόπιασε να πάρεις ένα μεζέ και να πιεις  ένα ποτήρι κρασί…….
Τόξεραν όλοι το ελάττωμα του και τον παίδευαν λιγάκι μέχρι  να τον φιλέψουν. Τόξερε και ο ίδιος  ότι  τούτη η λαιμαργία θα τον έστελνε στην κόλαση. Ούτε τις νηστείες μπορούσε να κρατήσει και ….ο Θεός τα πανθ’ ορά…….σκεφτόταν. Αλλά και τα  πάντα τα συγχωρεί…….ξανασκεφτόταν. Ζήταγε λοιπόν συγχώρεση για το αμάρτημα του, είχε και την ελπίδα  ότι αφού σαν επίτροπος στην εκκλησία  εκτελούσε άψογα τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο Θεός θα τον έκρινε με επιείκεια και έτσι ησύχαζε η συνείδηση  του.                  
       Έτσι και τούτη την Κυριακή στη πρώτη καμπάνα  ήταν  έτοιμος για την εκκλησία. Ούτε καφέ, ούτε νερό είχε πιει. Δεν του το επέτρεπε και η κυρά του.
      --Πως θα φας το αντίδωρο, αν έχεις αρτυθεί….του  έλεγε. Να κρατάμε και τους νόμους του Θεού…συμπλήρωνε.
      --Άσε τις συμβουλές γυναίκα  και βιάζομαι. Χτύπησε η πρώτη καμπάνα. Θα αργήσω σου λέω.
      --Καλά…καλά…μη βιάζεσαι. Χριστιανοί, χριστιανοί, να δίνουμε το καλό παράδειγμα αλλά να μη μας πιάνουνε και κορόιδα..… Ας  πάνε και οι άλλοι επίτροποι πρώτοι, όχι συνέχεια εσύ.
      Ο κυρ- Γιώργης  κοίταζε συνέχεια το ρολόι του….. Ανάθεμα σε γυναίκα..….σκεφτόταν…..  δεν θα τους προλάβω….  Δεν θα τους προλάβω….
Και φωναχτά :
     --To υποσχέθηκα στον παπά να πάω πρωί – πρωί  σου λέω…Φεύγω.
        Δεν περίμενε απάντηση και ξεκίνησε για την εκκλησία  σχεδόν τρέχοντας, παρά τα χρόνια του. Στο δρόμο μονολογούσε :
       --Ανάθεμα  την…….δεν  θα τους προλάβω…….δεν θα τους προλάβω.
     Αν ήξερε τι τον περίμενε τούτη την Κυριακή τον κυρ- Γιώργη, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του και θα άφηνε τον εκκλησιασμό για την άλλη Κυριακή.
   Τρεις δρόμους πριν την εκκλησία  ήταν το λιοτρίβι του Αδαμόπουλου. Εκεί η δουλειά δεν σταματούσε ποτέ. Ήταν η εποχή που μαζεύονταν οι ελιές και δούλευαν μέρα  νύχτα . Κάπου-κάπου ξεκουράζονταν με βάρδιες, έτρωγαν κάτι πρόχειρο και συνέχιζαν.
       Κάθε Κυριακή πρωί όμως ήταν διαφορετικά. Το αφεντικό πάντα αγόραζε δυο-τρεις  συκωταριές και  μόλις χτύπαγε η πρώτη καμπάνα σταματούσαν να γυρίζουν  οι πέτρες που έλιωναν τις ελιές και άρχιζε το τηγάνισμα και η προετοιμασία για ένα καλό κολατσιό. Πρωτοστατούσε ο Νικολάκης  ο  Ζάβαλης, μεγάλος πλακατζής,  που έφτανε να κάνει πλάκες ακόμα και στον εαυτό του. Το τελευταίο  του κατόρθωμα  ήταν πριν δυο μήνες όταν είχε χάσει το κόμμα του στις εκλογές. Κατά τα μεσάνυχτα λοιπόν έδεσε πίσω από το μουλάρι του καμιά  δεκαριά ντενεκέδες και γύρισε όλο το χωριό ξυπνώντας τους όλους. Και σαν τον ρώτησαν το γιατί απάντησε.
      --Προκειμένου να μου κρεμάσετε εσείς τους ντενεκέδες, αφού  έχασε το κόμμα μου, τους κρέμασα μόνος μου να το ευχαριστηθώ κιόλας…..
       Η  καλοπροαίρετη πλάκα στους άλλους και ο αυτοσαρκασμός και η διοργάνωση γλεντιών ήταν το στοιχείο του.
       Πρωτοστατούσε λοιπόν και στη διοργάνωση τούτου του πρόχειρου κολατσιού μέσα στο λιοτρίβι ο Νικολάκης . Και είχε πάρει το πολύ σοβαρό του ύφος. Και όλοι  ήξεραν ότι όταν έπαιρνε αυτό το ύφος, κάποια  πλάκα ετοίμαζε.
       Στρώθηκαν λαδόκολλες  πάνω σ’  ένα μακρόστενο πάγκο και πάνω στις λαδόκολλες  απλώθηκαν τσακιστές ελιές,  τυριά , παστές σαρδέλες και ένα καρβέλι ψωμί κομμένο με το χέρι σε μικρά  κομμάτια. Στη μέση  έβαλαν ένα μεγάλο ταψί για να ρίξουν τα συκωτάκια που ετοιμάζονταν. Η τσίγκινη κανάτα με το κρασί ήταν γεμάτη και οι κούπες  έτοιμες.
      Τηγάνισαν τις  ψιλοκομμένες συκωταριές, τις έριξαν στο ταψί, μοσχοβόλησε το λιοτρίβι. Δεν τ’ άφησαν όμως στο τραπέζι. Τα  έκρυψαν κάπου στο βάθος. Ξανάβαλαν το τηγάνι στη γκαζιέρα  με τα λάδια  που είχαν  απομείνει από το προηγούμενο τηγάνισμα  έριξαν μέσα  ψιλοκομμένους φελλούς και άρχισε το ανακάτεμα ο Νικολάκης λέγοντας :
       --Ξηγηθήκαμε εεε….! Μη γελάσει κανένας σας όταν έλθει ο κυρ- Γιώργης ….Εντάξει…..;
       Εδώ λοιπόν βιαζόταν να φτάσει ο κυρ- Γιώργης  και τούτοι κάτι του ετοίμαζαν….!
       Κάθισαν όλοι γύρω από τον  πάγκο πήραν τα πιρούνια στο χέρι και τα  μάτια τους καρφώθηκαν στην πόρτα . Ήξεραν ότι από λεπτό σε λεπτό θα συνέβαινε ότι και τις άλλες Κυριακές. Θα πέρναγε δήθεν να τους πει  ’’καλημέρα’’ ο  κυρ - Γιώργης . Έφτανε συνήθως όταν όλα ήταν έτοιμα για το κολατσιό.
       --Καλημέρα  παιδιά, ακούστηκε έξω από την πόρτα…και λαχανιασμένος εμφανίστηκε αυτός που περίμεναν.
       --Καλημέρα, ξαναείπε, άκουσα φωνές και ….είπα να μπω να δω τι κάνετε. Όλοι καλά……ρώτησε.
       --Καλημέρα, όλοι και όλα καλά …..απάντησε ο Νικολάκης. Αν πας για την εκκλησία άναψε και ένα κερί για μας….. Βοήθεια μας….και έκανε το σταυρό του.
       Ανταλλάχθηκαν οι χαιρετισμοί, μα ο πρωινός επισκέπτης δεν συνέχιζε το δρόμο του για την εκκλησία. Αυτό γινόταν κάθε φορά. Ο ένας στεκόταν στην πόρτα περιμένοντας το κάλεσμα. Με τα ρουθούνια  του να ανοιγοκλείνουν και να μυρίζουν τη διάχυτη μοσχοβολιά της συκωταριάς, περιμένοντας το κάλεσμα. Οι άλλοι το ήξεραν αλλά καθυστερούσαν. Κάθε Κυριακή το ίδιο. Σαν θεατρική παράσταση που και τα δύο μέρη έπαιζαν με σεβασμό στην τέχνη το ρόλο τους. Ο ένας περίμενε και σκεφτόταν…..’’που θα πάει από ευγένεια θα μου το πουν’’. Και οι άλλοι….’’ας τον παιδέψουμε λίγο ακόμη’’….
       --Κόπιασε κυρ- Γιώργη να πάρεις ένα μεζέ μαζί μας….ακούστηκε η φωνή του Νικολάκη.
      Έλαμψε το πρόσωπο του με το χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά  ενώ με το χέρι του χάιδεψε το στομάχι του.
      --Ευχαριστώ….δεν είναι ανάγκη…δεν πρέπει και να αρτυθώ….αλλά για να μη σας προσβάλλω θα τσιμπήσω ένα μεζεδάκι.
      Και πήρε θέση στο κέντρο του πάγκου ενώ ο Νικολάκης  άδειασε σε μια γαβάθα που είχαν βάλει στο τραπέζι, τους τηγανισμένους φελλούς, μαυρισμένους, λαδωμένους, ίδια συκωτάκια.  Όλοι εκτός από τον επισκέπτη άρχισαν να τρώνε ελιές , τυρί και ψωμί. Ο κυρ Γιώργης, το είπαμε,  είχε αδυναμία στα  συκωτάκια  και με τρεις απανωτές πιρουνιές γέμισε το στόμα του με τους τηγανισμένους φελλούς. Ποτισμένοι όπως ήσαν με το λάδι από τα πραγματικά συκωτάκια δεν καταλάβαινε τίποτα. Μάσαγε….μάσαγε….μάσαγε… ’’τ’ άφησες παραπάνω και σκληρύνανε’’…. είπε και προσπάθησε να τα καταπιεί Κοκκίνισε από την προσπάθεια αλλά  τίποτα…….Ξαναπροσπάθησε να τα καταπιεί, κοκκίνισε πάλι, αλλά η λαιμαργία του δεν τον άφηνε να τα βγάλει από το στόμα. Το πράγμα άρχισε να γίνεται επικίνδυνο….Είχαν  δακρύσει τα μάτια του από την προσπάθεια………
         Κατάλαβε επιτέλους  ότι δεν έτρωγε συκωτάκια όταν στέγνωσαν οι φελλοί  από το πολύ μάσημα και έφυγε το λάδι από τα πραγματικά συκωτάκια  που ήταν ποτισμένοι. Είδε όλους τους άλλους που είχαν πέσει πάνω στο λιοκόκι και κρατούσαν την κοιλιά τους  από τα γέλια και έφτυσε τους φελλούς από το στόμα του. Αυτός ήταν δακρυσμένος από την προσπάθεια να καταπιεί και οι υπόλοιποι από τα γέλια……!
         Ξαφνιασμένος κοίταζε γύρω του τους άλλους, που κόντευαν να μείνουν από τα γέλια. Τελείως αμήχανος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει ώσπου παρασυρμένος από τα γέλια των άλλων, άρχισε κι αυτός να γελάει……
       --Φελλούς….φάγαμε…..ρε…. παιδιά…..ρώτησε ξεκαρδισμένος στα γέλια.
       --Να  δούμε ήταν σαν τούτους….απέφυγε την ερώτηση ο Νικολάκης και ακούμπησε στο τραπέζι το ταψί με τα πραγματικά συκωτάκια.
       Μόλις τα είδε ο κυρ-Γιώργης τους τα συγχώρεσε  όλα  ιδίως αφού τον άφησαν να φάει το μισό ταψί.
       Όταν τελείωσε και δεν μπορούσε να φάει άλλο έφυγε ευχαριστημένος για την εκκλησία. Δεν υπολόγισε ότι το μαρτύριο του θα συνεχιζόταν. Γιατί οι φελλοί που είχε ξεζουμίσει μασώντας  τους συνέχιζαν τη ζημιά  τους έχοντας την ιδιότητα να προκαλούν ευκοιλιότητα και πολλά αέρια .
        Εκείνη την Κυριακή, όλο το εκκλησίασμα  είδε  τον κυρ-Γιώργη, ενώ έβγαζε τον καθιερωμένο δίσκο, να τον πετάει ξαφνικά στο δάπεδο της εκκλησίας  και να τρέχει προς την έξοδο. Το φευγιό του το συνόδευε ο ήχος των κερμάτων που σκόρπισαν κυλώντας παντού μέσα στην εκκλησία  και κάτι υπόκωφοι σωματικοί θόρυβοι που μάταια ο ψάλτης και ο παπάς, με τον ξαφνικό βήχα που τους έπιασε,  προσπαθούσαν να καλύψουν…………
        Ο κυρ-Γιώργης  ακόμα αναρωτιέται αν ήταν τιμωρία από τον Θεό που τα  πανθ’ ορά  ή έργο του Σατανά.