Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΓΩΝΙΑ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑ ΚΑΙ ΑΓΡΑΣ

     Μόλις είχες κλείσει τα δεκάξι σου χρόνια και σαν ξημέρωνε ήσουν στο παράθυρο. Περίμενες την ώρα που θ’ άκουγες το ρυθμικό περπάτημα των αλόγων. Τότε τέντωνες το κεφαλάκι σου έξω και το βλέμμα σου καρφωνόταν στη γωνία Τσικλητήρα  και Άγρας, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκεί θα εμφανιζόταν σε λίγο ο ουλαμός του ιππικού που πήγαινε για την έπαρση της σημαίας μπροστά στο Στάδιο. Πρώτα έβλεπες τον επικεφαλής και άρχιζες το μέτρημα. Πρώτη τετράδα, δεύτερη, τρίτη τετράδα και να ο αγαπημένος σου. Ο δεύτερος από δεξιά………
     Ένας αγαπημένος που δεν ήξερες ούτε πως τον έλεγαν, ούτε που έμενε, ούτε θα το μάθαινες ποτέ. Μόνο στα όνειρα σου του έδινες όνομα και περπατούσατε μαζί σε κήπους με τριανταφυλλιές, βασιλικούς και βοκαμβίλιες. Πηγαίνατε μαζί, στην άκρη της θάλασσας πιασμένοι χέρι-χέρι, να δείτε το ηλιοβασίλεμα. Και κει ακουμπούσες το κεφαλάκι σου στους ώμους του, νοιώθοντας την ευτυχία να σου ναρκώνει το σώμα. Και τα όνειρα σου ταξίδευαν…. Ταξίδευαν με καλπασμό σαν τ’ άλογα που περνούσαν τώρα και χάνονταν στη άλλη γωνία.          
     Ένας  αναστεναγμός έβγαινε από τη ψυχή σου σαν τον έκρυβε η επόμενη γωνία. Θα γύριζαν πίσω από άλλο δρόμο. Θα περίμενες μέχρι το βράδυ όταν θα πήγαιναν για την υποστολή της σημαίας για να τον ξαναδείς. Μέχρι τότε στο μυαλό σου θα σκεφτόσουν το παράστημα, την ομορφιά, και αν ήταν πραγματικότητα αυτό που φαντάστηκες κάποια στιγμή.   Ότι σαν να σου φάνηκε πως το βλέμμα του, κάποια στιγμή καρφώθηκε στο βλέμμα σου. Και ένοιωσες πως και αυτός σ’ αγαπούσε όπως τον αγάπαγες και συ. Γιατί εσύ τον αγαπούσες μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Και θα περιμένεις και το άλλο πρωί και το άλλο σούρουπο και το άλλο…και το άλλο…
     --Κι αν πάρει καμιά μετάθεση… σκεφτόσουν.
     --Όχι, δεν θα συμβεί σε μένα αυτό…απαντούσες μόνη σου στο ερώτημα σου και ησύχαζες.
      Οι μέρες έφευγαν η μία μετά την άλλη τόσο γρήγορα όσο τα όνειρα που έκανες για τον αγαπημένο σου. Πέρασαν οι μήνες, συμπληρώθηκε χρόνος και συ στο παράθυρο, πρωί βράδυ, με το βλέμμα στη γωνία Τσικλητήρα και Άγρας να περιμένεις τον άγνωστο που είχες βάλει στην καρδιά σου.
     Και ξαφνικά ένα πρωί…δεν τον είδες. Κάποιος άλλος ήταν στη θέση του…Ένα σύγκρυο διαπέρασε το κορμί σου. Τα πόδια σου καρφώθηκαν στο πάτωμα και δεν μπορούσες να κινηθείς.
     --Θα  μου αρρώστησε… σκέφτηκες…. Θα γίνει καλά όμως και σε λίγες μέρες θα τον δω….μπορεί και αύριο….φούντωνε μέσα σου η ελπίδα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
     Δεν τον ξαναείδε από τότε. Μετά από δυο εβδομάδες υπομονής ένοιωσε ότι ο άγνωστος αγαπημένος  την πρόδωσε και δεν ξανάνοιξε το παράθυρο η φίλη μου η Μαρούλα. Και αν τύχαινε να είναι στο δρόμο μαζί μας το βράδυ σαν πέρναγε ο ουλαμός του ιππικού, προφασιζόταν ότι είχε ξεχάσει κάτι και έτρεχε μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς που μοιραζόταν τον πόνο της μαζί μου και ξέφευγε λίγο το μυαλό της. Τότε καταλάβαμε και οι δύο ότι και η αγάπη πονάει.       
        Πέρναγαν  τα χρόνια, φτάσαμε  είκοσι  χρονών, κάτι   ο χρόνος
κάτι η φροντίδα του νοικοκυριού,  αποκλειστική δουλειά των κοριτσιών τότε, έκαναν τη Μαρούλα να ξεχάσει τον άγνωστο αγαπημένο της. Δεν μου ανάφερε ποτέ τίποτα και εγώ έκανα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ποτέ. Το μόνο ερωτηματικό που είχα, αλλά δεν τολμούσα να το ξεστομίσω ήταν, γιατί τέσσερα χρόνια τώρα η Μαρούλα, δεν άνοιγε το παράθυρο που έβλεπε στη γωνία Τσικλητήρα και Άγρας.                                    
………………………………………………………………………….
 …………………………………………………………………………      
       Πέντε στενά πιο κάτω από το σπίτι της Μαρούλας, ο Αντώνης και η παρέα του, εκείνο το βράδυ τα είχαν ετοιμάσει όλα. Οι δυο του φίλοι γρατζούναγαν τις κιθάρες τους προσπαθώντας να συγχρονισθούν με τον Αντώνη που σιγοτραγουδούσε καθισμένος δίπλα τους. Κάθε τόσο κάποιος από τους τρεις τους έβγαζε το ρολόι του από το τσεπάκι του γιλέκου του και ανήγγελλε την ώρα.
      --Δέκα η ώρα ……Άντε δυο ώρες θέλουμε ακόμη.
      Είχαν έρθει από νωρίς στο ταβερνάκι δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έπιναν το κρασάκι τους και ετοιμάζονταν για την βραδινή καντάδα.
     --Ρε Αντώνη είσαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο η κοπέλα που θα  πάμε να της τραγουδήσουμε….ρώτησε ο ένας από τους κιθαρίστες.
     --Σου το ξαναείπα δεν υπάρχει καλύτερη σ’ όλο το Βατραχονήσι…είπε ο Αντώνης.
     --Χαλάλι τότε ο κίνδυνος να μας ξυλοφορτώσουν οι δικοί της, αφού σ’ αρέσει τόσο……απαντούσαν οι άλλοι.
     Οι θαμώνες της ταβέρνας είχαν μπει ήδη στο νόημα. Άρχιζαν να συνοδεύουν στην αρχή χαμηλόφωνα και αργότερα πιο θαρρετά τον Αντώνη στο τραγούδι.
     --Έντεκα η ώρα….φώναξε κάποιος από το διπλανό τραπέζι. Πότε με το καλό ξεκινάτε ;
     --Κατά τις δώδεκα… απάντησε ο Αντώνης και ακούστηκε σ’ όλη την ταβέρνα, καθώς είχαν κάνει όλοι ησυχία για να ακούσουν.
     --Την αγαπάς μωρέ….ακούστηκε μια φωνή από το βάθος.
     --Και βέβαια την αγαπάω……..Την είδα στην εκκλησία και έχασα τα λογικά μου απάντησε ο Αντώνης.
      Οι δυο του φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Ο Αντώνης συνήθως πολύ ντροπαλός, για να το ομολογεί σε τόσο κόσμο, πρέπει να ήταν ερωτοχτυπημένος. Κρασί πάντως δεν είχε πιει τόσο πολύ ώστε να μη ξέρει τι λέει.
       Το τραγούδι και το κέφι μέσα στην ταβέρνα όσο περνούσε η ώρα άναβε. Οι κιθάρες σιγοντάριζαν όποιον ξεκινούσε κάποιο τραγούδι. Τα εικοσιπέντε με τριάντα άτομα που βρίσκονταν στην υπόγεια  ταβέρνα είχαν γίνει μια μεγάλη παρέα.
      --Και πιο τραγούδι θα της πούμε ρε παιδιά…..ακούστηκε μια άλλη φωνή από την άλλη γωνία της ταβέρνας.
      Έγινε χαλασμός. Ο καθένας πρότεινε και κάτι. Ξαφνικά το ζήτημα για να μην πούμε πρόβλημα του Αντώνη είχε γίνει πρόβλημα όλων. Που λύθηκε όμως γρήγορα από τον πιο γέρο της μεγάλης πια παρέας.
     --Ξεκίνα εσύ Αντώνη την κάθε αράδα της καντάδας και την ξαναλέμε εμείς….είπε και συμφώνησαν όλοι.
     Οι τρεις φίλοι σηκώθηκαν πρώτοι. Ήταν η ώρα δώδεκα. Όλοι οι άλλοι τους ακολούθησαν. Η ταβέρνα άδειασε χωρίς να πληρώσει κανένας. Ο ταβερνιάρης δεν ανησύχησε. Τους ήξερε όλους. Θα το κανόνιζαν αύριο. Ξεκίνησε κι αυτός μαζί τους. Δεν το έχανε τούτο το σημερινό με τίποτα.
     Οι φανοστάτες στην οδό Ερατοσθένους ήταν όλοι αναμμένοι και φώτιζαν όλη την παρέα καθώς πήρε την ανηφόρα ανάμεσα στις ράγες του τραμ που ανέβαιναν προς το Παγκράτι. Μπροστά πήγαινε ο Αντώνης με τους δύο κιθαρίστες και πίσω τους ακολουθούσαν οι υπόλοιποι που βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα. Δεν ήταν και άγνωστοι  μια και έμεναν στις γύρω γειτονιές αλλά δεν ήσαν και πρώτοι φίλοι. Σε τούτη την περίσταση όμως, λες και τους είχε ενώσει κάτι και ζούσαν την όλη κατάσταση σαν  προσωπικό τους θέμα. Ακολουθούσαν λοιπόν τους τρεις φίλους ήσυχα σχεδόν συνωμοτικά, απολαμβάνοντας συγχρόνως την καλοκαιρινή τούτη βόλτα που ήτανε βουτηγμένη στις μυρωδιές των φρεσκοποτισμένων λουλουδιών στους μικρούς κήπους και τα μπαλκόνια των σπιτιών κατά μήκος της Ερατοσθένους. Κάτι το άρωμα των λουλουδιών, κάτι το αεράκι που θρόιζε ανάμεσα στα πλατάνια του διπλανού Ιλισού, κάτι τα ερωτικά καλέσματα των βατράχων που αφθονούσαν στις όχθες του και σ’ όλο το Βατραχονήσι, κάτι ο ομολογημένος  έρωτας του Αντώνη,  τους είχε συνεπάρει όλους και ένοιωθαν ότι τούτη η νύχτα ήταν φτιαγμένη μόνο για αγάπη και καντάδα.
     Ανέβηκαν την Ερατοσθένους και δυο δρόμους πριν το τέλος της ο Αντώνης έστριψε δεξιά. Ο γωνιακός φανοστάτης φώτιζε αμυδρά την ταμπέλα του δρόμου. Έγραφε  ’’ΟΔΟΣ  ΤΣΙΚΛΗΤΉΡΑ’’. Σταμάτησαν λίγο πριν το τέλος του δρόμου πριν βγουν στην οδό Άγρας. Περπατούσαν σιγά να μη ξυπνήσουν τον κόσμο που κοιμόνταν, με ανοιχτά τα παράθυρα του, τούτο το γλυκόκαιρο καλοκαιρινό βράδυ. Σταμάτησε ο Αντώνης απέναντι από το μόνο παράθυρο που είχε κλειστά και τα παντζούρια ακόμη. Πίσω του πήραν θέση τα κατά τύχη μέλη της νεοσύστατης χορωδίας και οι κιθαρίστες άρχισαν. Ο Αντώνης έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε:     
                              Ξύπνα  Μαρούλα κι άκουσε
                              κάποιο μινόρε  της αυγής
και οι υπόλοιποι επανέλαβαν τους στίχους του τραγουδιού με τέτοια αρμονία λες και είχαν κάνει πολλά βράδια  πολλές ώρες  πρόβα.
                               Για σένανε είναι γραμμένο
                                από το κλάμα κάποιας ψυχής
                                ………………………………
                                ………………………………
     Είχαν γίνει πολλές καντάδες στη γειτονιά. Μα σαν αυτή και από τόσα άτομα δεν είχε ξαναγίνει. Ένα - ένα  άρχισαν να φωτίζονται όλα τα παράθυρα της γειτονιάς και ακόμη πιο πέρα.
                               Έβγα στο παραθύρι σου
                                μικρέ  βασιλικέ μου….
άρχιζε καινούργιο τραγουδάκι ο Αντώνης κι άλλοι ακολουθούσαν  όπως τα είχαν συμφωνήσει.
                                Και με γλυκό χαμόγελο
                                μια καληνύχτα πες μου
                                ………………………..
                                ………………………..
     Εκείνο το βράδυ ο Αντώνης και η περίεργη παρέα του κατάφερε να κρατήσει όλη  την γειτονιά  ξάγρυπνη μέχρι τις πρωινές ώρες. Και όχι μόνον. Μετά από τέσσερα χρόνια η Μαρούλα  ξανάνοιξε το παράθυρο της και μαζί την καρδιά της στην αγάπη του Αντώνη.
      Ο γάμος τους έγινε μετά από ένα χρόνο………………………







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου