Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Η ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΗ  ΤΙΜΩΡΙΑ
  Ή Ο ΘΕΟΣ ΤΑ ΠΑΝΘ’ ΟΡΑ


      Ο  κυρ – Γιώργης  τα είχε τα  ελαττωματάκια  του. Αλλά εκείνη η λαιμαργία του ήταν άλλο πράγμα . Άνθρωπος θεοσεβούμενος, δεν άκουγε τις παραινέσεις,  ούτε του φίλού του παπά, ούτε της κυράς του.
      --Πρόσεξε, τούτη  σου η λαιμαργία θα σε βάλει σε μπελάδες . Χώρια που στο τεφτέρι του Θεού γράφεται σαν ένα από τα επτά  θανάσιμα  αμαρτήματα . Πρόσεξε, είσαι και επίτροπος στην εκκλησία και πρέπει να δίνεις το καλό παράδειγμα…… του έλεγε  ο παπάς.
      --Συγκρατήσου, έχεις γίνει ρεζίλι σε όλους. Όπου και να πάω  δεν με ρωτάνε τίποτα άλλο από το  …τι μαγείρεψες σήμερα …..είχες συκωτάκια ;….τον έτρωγε κάθε μέρα η κυρά του.
      Παρ’ όλα αυτά  όταν έβλεπε μεζεδάκια και μάλιστα τηγανητά δεν ήξερε τι πάθαινε. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Όταν η κυρά του τηγάνιζε μεζεδάκια και ιδίως συκωτάκια, έδινε ολόκληρη μάχη να τον κρατήσει μακριά για να μη καεί, καθώς κυριολεκτικά  τα  καμάκωνε μέσα από το τηγάνι μισοψημένα.  Τον είχαν μάθει όλοι στη γειτονιά και σαν έβαζαν να τηγανίσουν ήξεραν ότι σε λίγο θα τους επισκεπτόταν με διάφορες προφάσεις. Ήξεραν ότι δεν θα έφευγε αν δεν άκουγε τη γνωστή φράση της νοικοκυράς :
      --Κόπιασε να πάρεις ένα μεζέ και να πιεις  ένα ποτήρι κρασί…….
Τόξεραν όλοι το ελάττωμα του και τον παίδευαν λιγάκι μέχρι  να τον φιλέψουν. Τόξερε και ο ίδιος  ότι  τούτη η λαιμαργία θα τον έστελνε στην κόλαση. Ούτε τις νηστείες μπορούσε να κρατήσει και ….ο Θεός τα πανθ’ ορά…….σκεφτόταν. Αλλά και τα  πάντα τα συγχωρεί…….ξανασκεφτόταν. Ζήταγε λοιπόν συγχώρεση για το αμάρτημα του, είχε και την ελπίδα  ότι αφού σαν επίτροπος στην εκκλησία  εκτελούσε άψογα τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο Θεός θα τον έκρινε με επιείκεια και έτσι ησύχαζε η συνείδηση  του.                  
       Έτσι και τούτη την Κυριακή στη πρώτη καμπάνα  ήταν  έτοιμος για την εκκλησία. Ούτε καφέ, ούτε νερό είχε πιει. Δεν του το επέτρεπε και η κυρά του.
      --Πως θα φας το αντίδωρο, αν έχεις αρτυθεί….του  έλεγε. Να κρατάμε και τους νόμους του Θεού…συμπλήρωνε.
      --Άσε τις συμβουλές γυναίκα  και βιάζομαι. Χτύπησε η πρώτη καμπάνα. Θα αργήσω σου λέω.
      --Καλά…καλά…μη βιάζεσαι. Χριστιανοί, χριστιανοί, να δίνουμε το καλό παράδειγμα αλλά να μη μας πιάνουνε και κορόιδα..… Ας  πάνε και οι άλλοι επίτροποι πρώτοι, όχι συνέχεια εσύ.
      Ο κυρ- Γιώργης  κοίταζε συνέχεια το ρολόι του….. Ανάθεμα σε γυναίκα..….σκεφτόταν…..  δεν θα τους προλάβω….  Δεν θα τους προλάβω….
Και φωναχτά :
     --To υποσχέθηκα στον παπά να πάω πρωί – πρωί  σου λέω…Φεύγω.
        Δεν περίμενε απάντηση και ξεκίνησε για την εκκλησία  σχεδόν τρέχοντας, παρά τα χρόνια του. Στο δρόμο μονολογούσε :
       --Ανάθεμα  την…….δεν  θα τους προλάβω…….δεν θα τους προλάβω.
     Αν ήξερε τι τον περίμενε τούτη την Κυριακή τον κυρ- Γιώργη, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του και θα άφηνε τον εκκλησιασμό για την άλλη Κυριακή.
   Τρεις δρόμους πριν την εκκλησία  ήταν το λιοτρίβι του Αδαμόπουλου. Εκεί η δουλειά δεν σταματούσε ποτέ. Ήταν η εποχή που μαζεύονταν οι ελιές και δούλευαν μέρα  νύχτα . Κάπου-κάπου ξεκουράζονταν με βάρδιες, έτρωγαν κάτι πρόχειρο και συνέχιζαν.
       Κάθε Κυριακή πρωί όμως ήταν διαφορετικά. Το αφεντικό πάντα αγόραζε δυο-τρεις  συκωταριές και  μόλις χτύπαγε η πρώτη καμπάνα σταματούσαν να γυρίζουν  οι πέτρες που έλιωναν τις ελιές και άρχιζε το τηγάνισμα και η προετοιμασία για ένα καλό κολατσιό. Πρωτοστατούσε ο Νικολάκης  ο  Ζάβαλης, μεγάλος πλακατζής,  που έφτανε να κάνει πλάκες ακόμα και στον εαυτό του. Το τελευταίο  του κατόρθωμα  ήταν πριν δυο μήνες όταν είχε χάσει το κόμμα του στις εκλογές. Κατά τα μεσάνυχτα λοιπόν έδεσε πίσω από το μουλάρι του καμιά  δεκαριά ντενεκέδες και γύρισε όλο το χωριό ξυπνώντας τους όλους. Και σαν τον ρώτησαν το γιατί απάντησε.
      --Προκειμένου να μου κρεμάσετε εσείς τους ντενεκέδες, αφού  έχασε το κόμμα μου, τους κρέμασα μόνος μου να το ευχαριστηθώ κιόλας…..
       Η  καλοπροαίρετη πλάκα στους άλλους και ο αυτοσαρκασμός και η διοργάνωση γλεντιών ήταν το στοιχείο του.
       Πρωτοστατούσε λοιπόν και στη διοργάνωση τούτου του πρόχειρου κολατσιού μέσα στο λιοτρίβι ο Νικολάκης . Και είχε πάρει το πολύ σοβαρό του ύφος. Και όλοι  ήξεραν ότι όταν έπαιρνε αυτό το ύφος, κάποια  πλάκα ετοίμαζε.
       Στρώθηκαν λαδόκολλες  πάνω σ’  ένα μακρόστενο πάγκο και πάνω στις λαδόκολλες  απλώθηκαν τσακιστές ελιές,  τυριά , παστές σαρδέλες και ένα καρβέλι ψωμί κομμένο με το χέρι σε μικρά  κομμάτια. Στη μέση  έβαλαν ένα μεγάλο ταψί για να ρίξουν τα συκωτάκια που ετοιμάζονταν. Η τσίγκινη κανάτα με το κρασί ήταν γεμάτη και οι κούπες  έτοιμες.
      Τηγάνισαν τις  ψιλοκομμένες συκωταριές, τις έριξαν στο ταψί, μοσχοβόλησε το λιοτρίβι. Δεν τ’ άφησαν όμως στο τραπέζι. Τα  έκρυψαν κάπου στο βάθος. Ξανάβαλαν το τηγάνι στη γκαζιέρα  με τα λάδια  που είχαν  απομείνει από το προηγούμενο τηγάνισμα  έριξαν μέσα  ψιλοκομμένους φελλούς και άρχισε το ανακάτεμα ο Νικολάκης λέγοντας :
       --Ξηγηθήκαμε εεε….! Μη γελάσει κανένας σας όταν έλθει ο κυρ- Γιώργης ….Εντάξει…..;
       Εδώ λοιπόν βιαζόταν να φτάσει ο κυρ- Γιώργης  και τούτοι κάτι του ετοίμαζαν….!
       Κάθισαν όλοι γύρω από τον  πάγκο πήραν τα πιρούνια στο χέρι και τα  μάτια τους καρφώθηκαν στην πόρτα . Ήξεραν ότι από λεπτό σε λεπτό θα συνέβαινε ότι και τις άλλες Κυριακές. Θα πέρναγε δήθεν να τους πει  ’’καλημέρα’’ ο  κυρ - Γιώργης . Έφτανε συνήθως όταν όλα ήταν έτοιμα για το κολατσιό.
       --Καλημέρα  παιδιά, ακούστηκε έξω από την πόρτα…και λαχανιασμένος εμφανίστηκε αυτός που περίμεναν.
       --Καλημέρα, ξαναείπε, άκουσα φωνές και ….είπα να μπω να δω τι κάνετε. Όλοι καλά……ρώτησε.
       --Καλημέρα, όλοι και όλα καλά …..απάντησε ο Νικολάκης. Αν πας για την εκκλησία άναψε και ένα κερί για μας….. Βοήθεια μας….και έκανε το σταυρό του.
       Ανταλλάχθηκαν οι χαιρετισμοί, μα ο πρωινός επισκέπτης δεν συνέχιζε το δρόμο του για την εκκλησία. Αυτό γινόταν κάθε φορά. Ο ένας στεκόταν στην πόρτα περιμένοντας το κάλεσμα. Με τα ρουθούνια  του να ανοιγοκλείνουν και να μυρίζουν τη διάχυτη μοσχοβολιά της συκωταριάς, περιμένοντας το κάλεσμα. Οι άλλοι το ήξεραν αλλά καθυστερούσαν. Κάθε Κυριακή το ίδιο. Σαν θεατρική παράσταση που και τα δύο μέρη έπαιζαν με σεβασμό στην τέχνη το ρόλο τους. Ο ένας περίμενε και σκεφτόταν…..’’που θα πάει από ευγένεια θα μου το πουν’’. Και οι άλλοι….’’ας τον παιδέψουμε λίγο ακόμη’’….
       --Κόπιασε κυρ- Γιώργη να πάρεις ένα μεζέ μαζί μας….ακούστηκε η φωνή του Νικολάκη.
      Έλαμψε το πρόσωπο του με το χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά  ενώ με το χέρι του χάιδεψε το στομάχι του.
      --Ευχαριστώ….δεν είναι ανάγκη…δεν πρέπει και να αρτυθώ….αλλά για να μη σας προσβάλλω θα τσιμπήσω ένα μεζεδάκι.
      Και πήρε θέση στο κέντρο του πάγκου ενώ ο Νικολάκης  άδειασε σε μια γαβάθα που είχαν βάλει στο τραπέζι, τους τηγανισμένους φελλούς, μαυρισμένους, λαδωμένους, ίδια συκωτάκια.  Όλοι εκτός από τον επισκέπτη άρχισαν να τρώνε ελιές , τυρί και ψωμί. Ο κυρ Γιώργης, το είπαμε,  είχε αδυναμία στα  συκωτάκια  και με τρεις απανωτές πιρουνιές γέμισε το στόμα του με τους τηγανισμένους φελλούς. Ποτισμένοι όπως ήσαν με το λάδι από τα πραγματικά συκωτάκια δεν καταλάβαινε τίποτα. Μάσαγε….μάσαγε….μάσαγε… ’’τ’ άφησες παραπάνω και σκληρύνανε’’…. είπε και προσπάθησε να τα καταπιεί Κοκκίνισε από την προσπάθεια αλλά  τίποτα…….Ξαναπροσπάθησε να τα καταπιεί, κοκκίνισε πάλι, αλλά η λαιμαργία του δεν τον άφηνε να τα βγάλει από το στόμα. Το πράγμα άρχισε να γίνεται επικίνδυνο….Είχαν  δακρύσει τα μάτια του από την προσπάθεια………
         Κατάλαβε επιτέλους  ότι δεν έτρωγε συκωτάκια όταν στέγνωσαν οι φελλοί  από το πολύ μάσημα και έφυγε το λάδι από τα πραγματικά συκωτάκια  που ήταν ποτισμένοι. Είδε όλους τους άλλους που είχαν πέσει πάνω στο λιοκόκι και κρατούσαν την κοιλιά τους  από τα γέλια και έφτυσε τους φελλούς από το στόμα του. Αυτός ήταν δακρυσμένος από την προσπάθεια να καταπιεί και οι υπόλοιποι από τα γέλια……!
         Ξαφνιασμένος κοίταζε γύρω του τους άλλους, που κόντευαν να μείνουν από τα γέλια. Τελείως αμήχανος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει ώσπου παρασυρμένος από τα γέλια των άλλων, άρχισε κι αυτός να γελάει……
       --Φελλούς….φάγαμε…..ρε…. παιδιά…..ρώτησε ξεκαρδισμένος στα γέλια.
       --Να  δούμε ήταν σαν τούτους….απέφυγε την ερώτηση ο Νικολάκης και ακούμπησε στο τραπέζι το ταψί με τα πραγματικά συκωτάκια.
       Μόλις τα είδε ο κυρ-Γιώργης τους τα συγχώρεσε  όλα  ιδίως αφού τον άφησαν να φάει το μισό ταψί.
       Όταν τελείωσε και δεν μπορούσε να φάει άλλο έφυγε ευχαριστημένος για την εκκλησία. Δεν υπολόγισε ότι το μαρτύριο του θα συνεχιζόταν. Γιατί οι φελλοί που είχε ξεζουμίσει μασώντας  τους συνέχιζαν τη ζημιά  τους έχοντας την ιδιότητα να προκαλούν ευκοιλιότητα και πολλά αέρια .
        Εκείνη την Κυριακή, όλο το εκκλησίασμα  είδε  τον κυρ-Γιώργη, ενώ έβγαζε τον καθιερωμένο δίσκο, να τον πετάει ξαφνικά στο δάπεδο της εκκλησίας  και να τρέχει προς την έξοδο. Το φευγιό του το συνόδευε ο ήχος των κερμάτων που σκόρπισαν κυλώντας παντού μέσα στην εκκλησία  και κάτι υπόκωφοι σωματικοί θόρυβοι που μάταια ο ψάλτης και ο παπάς, με τον ξαφνικό βήχα που τους έπιασε,  προσπαθούσαν να καλύψουν…………
        Ο κυρ-Γιώργης  ακόμα αναρωτιέται αν ήταν τιμωρία από τον Θεό που τα  πανθ’ ορά  ή έργο του Σατανά. 
               
                           
            
               
      
    





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου