Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

 ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ ΤΕΣ  ΝΑ ΚΛΑΙΣ 



        --Λέγε, παιδί μου, ότι θες, Εγώ τις είδα τις νεράιδες….Μου πετάγανε πέτρες…
      --Τι μου λές , ρε μάνα ,και σύ γιατί δεν τις αγρίευες να φύγουν, ρωτούσα γελώντας τη μητέρα μου.
      --Για χαζή με πέρασες γιούλη μου……Να μου κλέψουν τη μιλιά….
      Και εγώ αν και ήμουν δέκα χρονών μόνο, της απαντούσα σαν μεγάλος άντρας, με την πείρα και τη γνώση χρόνων και χρόνων.
     --Μάνα δεν υπάρχουν νεράιδες και φαντάσματα…εγώ δεν φοβάμαι τίποτα.
     --Να μη φοβάσαι παιδάκι μου……..αλλά……Κ’  άρχιζε ιστορίες με τις νεράιδες και την Νεραϊδόραχη ,τον αδικοσκοτωμένο  που έβγαινε την νύχτα, με ζωντανούς και πεθαμένους, με αγίους και σατανάδες.
     Μ’ όλα  τούτα και τις  παρόμοιες ιστορίες που άκουγα  από τους γεροντότερους του χωριού μπήκε η αμφιβολία μέσα μου  και αναρωτιόμουν :
Λες νάχουνε δίκιο ; Και καλά την ημέρα δεν υπήρχε πρόβλημα. Οι αμφιβολίες στο φως της ημέρας διαλύονταν. Τη νύχτα  όμως  άρχιζαν οι αμφιβολίες να με ταλανίζουν και οι σκιές του φόβου να με τριγυρίζουν.

  --Γιώργη, άκουσα  τη φωνή του πατέρα μου. Πάω στο κάμπο να βοηθήσω τη μάνα σου στο πότισμα των χωραφιών για να τελειώσουμε πριν νυχτώσει . Αν δεις ότι βραδιάζει και δεν έχουμε γυρίσει, να βάλεις λάδι στο φανάρι και να το φέρεις , γιατί δεν θάχει αρκετό νερό και θα μας πάρουν τα μεσάνυχτα….…
     Και μόνο με τη φράση   ’’αν δεις ότι βραδιάζει…’’ άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πάει η παλικαριά της ημέρας , πάνε όσα έλεγα της μάνας για τις νεράιδες και τα φαντάσματα. Και να αρνηθώ δεν μπορούσα  γιατί την εντολή του πατέρα την είχαν ακούσει και τα άλλα  παιδιά. Με την  πρώτη αντίρρηση μου θα άρχιζαν να φωνάζουν:
    --Ου……Ου……….  Φοβάται να περάσει  από το νεκροταφείο…...Φοβάται…….Φοβάται.
     Είχε ξαναγίνει αυτό με άλλο παιδί και δεν τόλμησα να πω την παραμικρή κουβέντα στον πατέρα μου. Ο εγωισμός μου υπερίσχυσε και η ντροπή μου με συγκράτησε και δεν είπα τίποτα. Θα τα κατάφερνα. Εξ άλλου θα έκανα ότι ει χα κάνει και τις προηγούμενες φορές……..

    Περίμενα να νυχτώσει. Αν ξεκινούσα νωρίτερα νόμιζα ότι όλοι θα καταλάβαιναν το φόβο μου. Το φανάρι φώτιζε μέσα από τα θαμπά του τζάμια μόνο δύο  τρία  μέτρα  γύρω μου. Όταν πλησίασα το νεκροταφείο κατέβασα το κεφάλι και κοίταζα το δρόμο μπροστά μου. Τι μπροστά μου δηλαδή, κοιτούσα ακριβώς εκεί που πατούσα και πουθενά αλλού. Άλλες φορές που κοίταζα δεξιά και αριστερά  ή μακριά μπροστά μου έβλεπα κάτι σκιές που άρχιζαν να κινούνται προς το μέρος μου. Σταμάτησα και εγώ να τους κοιτάζω  και σταμάτησαν και αυτές να έρχονται προς το μέρος μου. Έβαζα  με το μυαλό μου ότι πρέπει να ήσαν ή πεθαμένοι ή διάβολοι. Ότι και να ήσαν πρέπει να ήσαν κακοί γιατί λέγοντας το …’’ Άγιος ο θεός …άγιος ισχυρός….άγιος αθάνατος…’’δεν πλησίαζαν κοντά μου. Θα το είπα πιστεύω δεκάδες φορές και τούτο το κόλπο φαίνεται ότι έπιανε.
    Το πότε πέρασα και με τι ταχύτητα το Νεκροταφείο ποτέ δεν το συνειδητοποίησα .
     Γύρισα αργά τη νύχτα στο σπίτι μαζί με τους γονείς μου. Πέρασα έξω από το Νεκροταφείο με τα χέρια στις τσέπες και σφυρίζοντας.. Δίπλα στους γονείς μου όμως……Ποτέ πίσω τους…….

    Αυτό το  ’’ Άγιος ο θεός…άγιος ισχυρός…άγιος αθάνατος …’’ έγινε μετά την επιτυχία που είχε με το νεκροταφείο το όπλο μου στις δύσκολες στιγμές Καλά μας έλεγε ο παπάς του χωριού ότι διώχνει το  ‘‘κακό’’.

     Πέρασαν δύο χρόνια και πήγα στο Γυμνάσιο. Εξατάξιο ήταν τότε και ήταν σε άλλο χωριό, πολύ μεγαλύτερο από το  δικό μου. Δίπλα στη θάλασσα με πολύ κόσμο. Για μένα ήταν μια  μεγάλη πολιτεία .Το κακό ήταν πως έμενα  μόνος μου σε ένα δωματιάκι  όλη τη σχολική χρονιά . Μόνο το Σάββατο ανέβαινα στο χωριό  μου για να  γυρίσω Κυριακή.

     Ένα Σάββατο λοιπόν ξεκίνησα για το  χωριό μου. Είχα καθυστερήσει να φύγω και στο δρόμο, τεσσερεσήμιση  ώρες ήταν η διαδρομή με τα πόδια, με έπιασε η νύχτα.. Είχε φεγγάρι εκείνο το βράδυ.
      Μετά από τρεις ώρες περπάτημα είχα φθάσει στην ανηφόρα της Παναγιάς. Ξαφνικά ακούω πίσω μου μια φωνή.
      --Εεεεε….!
      Γυρνάω να δω  και μες το φεγγαρόφωτο πίσω στην ευθεία του δρόμου, στα εκατό μέτρα από μένα , ένας ψηλός ,αδύνατος με είχε πάρει στο κατόπι. Μαύρος, ξερακιανός και θεόρατος  μου φάνηκε. ‘‘Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος’’ σκέφτηκα. Σαν κινηματογραφική ταινία  πέρασαν από το μυαλό μου, όσα  μου έλεγε η μάνα μου για  φαντάσματα ,νεράιδες και σατανάδες. ‘‘Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος , ο διάολος θα είναι’’ ξανασκέφτηκα και άρχισα να σιγομουρμουρίζω:
      --Άγιος ο Θεός….άγιος ισχυρός …….άγιος αθάνατος….ελέησον υμάς…….
      --Έεεεε….!  Ξανάκουσα τη φωνή πίσω μου και πιο κοντά.
     ‘‘Είχε και κέρατα ’’, σκέφτηκα και επιτάχυνα το βήμα  μου  για  να φτάσω στο προσκυνητάρι  της Παναγιάς. Και  να σταυροκοπήματα και να ….Αγιος ο θεός….. πλησίασα  την εκκλησία της  Παναγιάς.
      --Επιτέλους ,μίλησα δυνατά στον εαυτό μου. Ξορκίστηκε…!  Περνάμε από την εκκλησία Της  και έσκασε, έγινε καπνός…..!
Δεν πρόλαβα να τελειώσω και να πω ’’σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου’’  και νάτο πάλι.
    --Έεεεε…..!
    --Ωχ….σκέφτηκα. Είναι ο αρχιδιάβολος , δεν τον πιάνει τίποτα . Και άρχισα το τρέξιμο με όση δύναμη μου απέμενε.
     Έφτασα στο σπίτι και γλίτωσα. Πέστε ότι θέλετε. Εγώ τον είδα τον διάολο.Ήταν μαύρος.ψηλός,ξερακιανός και είχε και κέρατα…..! Δεν είπα τίποτα στη μάνα μου και τον πατέρα  μου.

       Ευτυχώς που δεν είπα γιατί θα γινόμουν ρεζίλι.. Σκεφθήτε τη θέση μου μετά από όσα συνέβησαν την άλλη μέρα. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα και με έκανε να ντραπώ.
       --Ρε γιούλη μου…, της άρεσε να με λέει έτσι αντί για γιέ μου ή παιδί μου, …γιατί χθες το βράδυ, δεν περίμενες το γέρο Μακρυγιάννη που σου φώναζε να τον περιμένεις να έλθετε παρέα. Θα σου έπαιρνε και τα βιβλία  πάνω στο γάιδαρο να μη τα κουβαλάς τόσο δρόμο…..
       Τελικά ο διάολος που είδα δεν ήταν παρά μόνον ένας καλοκάγαθος κοντοχωριανός, ψηλός και αδύνατος που ερχόταν πίσω καβάλα στο γάιδαρο του. Ήταν γνωστός σε όλους λόγω της σωματικής του διάπλασης σαν Μακρυγιάννης.

                       
                    
       Μετά από αυτό το ρεζιλίκι άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο φόβος σε κάνει να ζεις καταστάσεις εξωπραγματικές  και να βλέπεις ή μάλλον να νομίζεις ότι βλέπεις πρόσωπα και πράγματα  που δεν υπάρχουν. Φαίνεται όμως ότι λόγω του παιδικού της ηλικίας  μου, δεν το είχα συνειδητοποιήσει απόλυτα. Έπρεπε να πάθω και άλλα ρεζιλίκια για να το μάθω καλά, αν τελικά  το έμαθα  Θυμάμαι……..


        Και καλά όταν έχεις να κάνεις με πεθαμένους και διαόλους. Μα τα είχε πει και ο παπάς του χωριού και ο θεολόγος της τάξης. Κοπανάς ένα εξορκισμό, κάνεις το σταυρό σου, έχεις τα όπλα  να τους πολεμήσεις. Με τους αγίους τι κάνεις. Γιατί σαν παιδιά, κάτι με την κόλαση που μας λέγανε ,κάτι με τις ιστορίες  με αγίους που εμφανίσθηκαν ξαφνικά σε κάποιους, κάτι η ιδέα που μας  είχε  βάλει ο παπάς  ότι οι άγιοι μας παρακολουθούν συνέχεια αν είμαστε καλά παιδιά, τον είχαμε το φόβο μας. Κι αν μου έλεγες να πάω μόνος μου μέσα σε εκκλησία πρωί ή βράδυ πολύ θα το σκεφτόμουν.
        Και σ’ αυτή την ιστορία  με μπέρδεψε μια  κυρά - Μαρία από το διπλανό χωριό.    
        Φεβρουάριος μήνας.  Σάββατο  θα ήταν γιατί πήγαινα πάλι στο χωριό μου αφού τελείωσε η σχολική βδομάδα στην πόλη. Μετά από δυόμιση ώρες πορεία με τα πόδια έφτασα στους Αγίους Θεοδώρους.
         Οι Άγιοι Θεόδωροι είναι μια κακοτράχαλη περιοχή με απότομους βράχους  και γκρεμούς, που ανάμεσα τους  περνάει ο δρόμος για το χωριό μου. Είναι ένα ανεμοδαρμένο μέρος και  το   καταλαβαίνεις αμέσως βλέποντας την μορφή των βράχων, τα λιγοστά μικρά και ευλύγιστα  δένδρα και  μερικά κυπαρίσσια  που περιστοιχίζουν το ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, που έδωσε και το όνομα στην περιοχή. Μερικές ξύλινες  κολώνες με στηριγμένα επάνω τους τα τηλεφωνικά σύρματα, καρφωμένες στα βράχια, συμπληρώνουν την όλη εικόνα. Κάτω από το μοναδικό χωμάτινο στενό δρόμο – πέρασμα, χάσκει αδυσώπητα ο γκρεμός.
         Όταν έφτασα στην περιοχή ήταν όπως τις άλλες χειμωνιάτικες μέρες. Βαριά  συννεφιά  και ο αέρας τόσο δυνατός που κινδύνευα να με πετάξει στο γκρεμό. Προχωρούσα σιγά - σιγά κολλημένος στους βράχους . Έβαλα τα χέρια  στο πρόσωπο μου, βλέποντας ανάμεσα από τα δάχτυλα μου,  για να γλιτώσω από τη σκόνη που έφερνε ο αέρας. Τη βαριά συννεφιά  χάραζαν οι αστραπές και το μουγκρητό των κεραυνών σου έκοβε την ανάσα. Τα κυπαρίσσια και τα λιγοστά δένδρα πάνω στους βράχους λύγιζαν και νόμιζες ότι θα ξεριζωθούν. Το πέρασμα του αέρα στα τηλεφωνικά σύρματα σαν σειρήνα που άλλοτε χαμήλωνε και άλλοτε ήταν τόσο δυνατή που έκλεινες τα αυτιά σου, έμοιαζε σαν την  απαραίτητη μουσική υπόκρουση σε ταινία τρόμου.
        Άρχισα να φοβάμαι με την όλη κατάσταση……Έφτασα στο σταυροδρόμι  που ένα μικρό δρομάκι, είκοσι μέτρων περίπου, έστριβε για το εκκλησάκι. Τα ξύλινα παλιά εξωτερικά παράθυρα του χτυπούσαν συνέχεια , ανοιγοκλείνοντας από τον αέρα. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος τους συμπλήρωνε το όλο σκηνικό προς το χειρότερο. Ο φόβος μου μεγάλωνε….. Πήγα να κάνω το σταυρό μου ….και το χέρι μου έμεινε μετέωρο…..
      --Γιωργηηή…….ακούστηκε μέσα από το εκκλησάκι.
Η  κραυγή ξανακούστηκε πολλές φορές είτε μέσα από την εκκλησία  είτε σαν αντίλαλος από τις σπηλιές των βράχων. Η ένταση της  ανέβαινε και κατέβαινε ανάλογα με την ένταση του αέρα.
        Προσπάθησα  να σκεφθώ. Ένοιωθα ότι κάτι με απειλούσε αλλά δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Στις εκκλησίες δεν τολμούν να πάνε ούτε σατανάδες ούτε φαντάσματα. ’’Λες να αντικρίσω ξαφνικά μπροστά  μου κανένα  Άγιο’’ σκέφτηκα και τρομοκρατήθηκα………Δεν ήξερα τι να κάνω…Ξόρκια για Αγίους δεν ήξερα…..
         Έστριψα στο δρόμο για το χωριό μου. Δεν το έβαλα στα πόδια….. αλλά με την άκρη του ματιού μου κοίταζα μην ανοίξει η πόρτα και βγούν οι  Άγιοι και τότε να τρέξω. Ούτε τα παράθυρα που ανοιγόκλειναν άκουγα, ούτε τα σύρματα που σύριζαν,  ούτε τον αέρα ένοιωθα. Ξεχάστηκαν όλα.  Όλο μου το είναι είχε αφοσιωθεί στη φωνή που άκουγα και στην πόρτα μήπως ανοίξει.
       Στα πενήντα μέτρα μέτρα  ο δρόμος έστριβε και δεν έβλεπα πια το εκκλησάκι. Η φωνή δεν ξανακούστηκε….
        Αλαφιασμένος έφτασα στο χωριό μου και στο σπίτι μου. Δεν είπα και πάλι τίποτα σε κανένα . Εξ  άλλου τι να πω. Ότι με φώναζαν οι Άγιοι;
Μέσα μου βέβαια η απορία  είχε κατασταλάξει και δεν  έβγαινε με τίποτα. Η απορία μου λύθηκε μετά από μια  ώρα περίπου από την κυρά – Μαρία που σας έλεγα. Τη συνάντησα στο δρόμο έξω από το σπίτι μου και μου είπε:
       --Ρε ευλογημένο, δεν άκουγες που σου φώναζα να μου ανοίξεις;  Μπήκα στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων να φυλαχτώ από την κακοκαιρία για λίγο και ο αέρας σφήνωσε την πόρτα.. Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω. Ευτυχώς  πέρασε ο Αργύρης και μου άνοιξε……
      --Δεν σ’  άκουσα  κυρά – Μαρία…….                
                 
 

        Είχα φτάσει στα δεκατέσσερα  το 1961 και πήγαινα στη Τρίτη Γυμνασίου. Μετά τα ρεζιλίκια που είχα πάθει με το φόβο μου και τις συναντήσεις  μου με όλα τα μεταφυσικά στοιχεία της πλάσης , νόμιζα ότι είχα βάλει πια μυαλό. Ένοιωθα πιο σίγουρος για τον εαυτό μου. Ξαφνικά μου μπήκε η ιδέα ότι ήμουνα  άτρωτος σε όλα. Άλλαξε το περπάτημα  μου, άλλαξε η φωνή μου, άρχιζε η εφηβεία,  αλλά εγώ νόμιζα ότι ήμουν άντρας πια.
        Έμενα μόνος μου σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο, δίπλα στη θάλασσα. Να φαντασθείτε ένα χώρο τρία  επί τρία  σκεπασμένο με τσίγκους , χωρίς ταβάνι, χτισμένο με χωμάτινες πλίθες. Και με τσιμέντο κάτω. Είχα το κρεβάτι μου, απλωμένες σανίδες σε δύο τρίποδα, μια γκαζιέρα και τα σχετικά τσίγκινα σκεύη για μαγείρεμα  και τα βιβλία  μου. Χρέη τραπεζιού και γραφείου έπαιζε το κρεβάτι. Το καλό του δωματίου ήταν το παράθυρο του προς τη θάλασσα.  Η άμμος της  ακρογιαλιάς άρχιζε κάτω ακριβώς από το παράθυρο. Ήταν απόλαυση να αγναντεύεις τον Κορινθιακό κόλπο ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ο θαλασσινός αέρας να γεμίζει τα πνευμόνια σου. Ήταν απόλαυση να κοιμάσαι τα βράδια και να σε νανουρίζει το σβήσιμο των κυμάτων στην ακρογιαλιά.
        Όλα πήγαιναν καλά εκείνη τη χρονιά. Ήταν η τρίτη  χρονιά  που έμενα μόνος μου, οι γονείς μου έμεναν στο χωριό, και είχα πια συνηθίσει αυτή την κατάσταση. Έφτασε ο Απρίλης , ζέστανε ο καιρός και εγώ περίμενα σε λίγες μέρες τις Πασχαλινές διακοπές  που ισοδυναμούσε με   ένα δεκαπενθήμερο στο χωριό.               
           
       Ένα πρωινό, μόλις  είχε  αρχίσει να ξημερώνει, ξύπνησα από κάποιο θόρυβο έξω  από το παράθυρο μου. Μισοκοιμισμένος όπως  ήμουν, προσπάθησα να καταλάβω τη συμβαίνει. Άρχισα  να φαντάζομαι οτιδήποτε. Το έργο  που είχα δει στο μοναδικό κινηματογράφο το προηγούμενο βράδυ με βρικόλακες φαίνεται με επηρέασε. Με τα μάτια  μου μισάνοιχτα καταλάβαινα ότι δεν είχε ξημερώσει. Δεν τολμούσα να στρίψω το κεφάλι μου να κοιτάξω έξω από τα τζάμια του παραθύρου. Άκουσα πάλι το θόρυβο, πιάνω ένα σταυρουδάκι που είχα στο λαιμό και νοιώθω πιο δυνατός. Το μούδιασμα του φόβου λιγοστεύει στο σώμα μου  ανοίγω τελείως τα μάτια μου και κοιτάζω προς το παράθυρο. Προλαβαίνω να δω μια σκιά να περνάει μπροστά από το παράθυρο με ένα σούρσιμο ποδιών πάνω στην άμμο…….Έφυγε σκέφτηκα όταν έπιασα στο σταυρουδάκι…..Βρικόλακας θα ήταν….
         Ξημέρωσε. Όταν βγήκε ο ήλιος όλα πήραν τους κανονικούς τους ρυθμούς. Πήγα στο σχολείο. Στα διαλείμματα  όλα τα παιδιά μιλούσαν για το έργο που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ. Φαίνεται ότι και σ’ αυτούς είχε κάνει εντύπωση. Όλοι παρίσταναν το πώς ο πρωταγωνιστής είχε κατατροπώσει τον Βρικόλακα μ’ ένα σταυρό και μια ξύλινη σφήνα. Συμμετείχα στις συζητήσεις  μα δεν ανέφερα τίποτα για τη δική μου περιπέτεια.
        Πέρασε η μέρα και έφτασε το βράδυ. Όταν ήλθε η ώρα να κοιμηθώ είχα πείσει τον εαυτό μου ότι όσα συνέβησαν το ξημέρωμα  ήταν κάποιο όνειρο που είδα σε κάποια στιγμή που ήμουν μισοκοιμισμένος. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω………
        Θέλεις η έγνοια μου, θέλεις ο φόβος μου με ξύπνησαν λίγο πριν ξημερώσει…Αφουγκράστηκα…..Τίποτα……Ησύχασα και γέλασα με τον εαυτό μου….Επιτέλους είμαι μεγάλος πια…..Δεν υπάρχουν στοιχειά και Βρικόλακες….!  Και ξαφνικά ο ήχος από σούρσιμο ποδιών  ακούστηκε έξω από το παράθυρο μου. ……….  
….Πάγωσα….Ασυναίσθητα έπιασα το σταυρό που είχα στο λαιμό μου…… Το σούρσιμο σταμάτησε….  Ένοιωσα δυνατός  και ασφαλής κρατώντας το σταυρό…..  Σαν να τρέχει νερό ξανακούστηκε από έξω…και μετά από ένα λεπτό σταμάτησε.
        Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος εκείνη τη στιγμή. Ή  ο σταυρός που έσφιγγα στο χέρι μου το έδωσε,  ή το θάρρος του πρωταγωνιστή στην ταινία με εμψύχωσε,  ή ο θυμός με τον εαυτό μου  για το φόβο που με είχε κυριεύσει με παρέσυρε…..και όρμησα στο παράθυρο……….Το ανοίγω και με δύναμη το σπρώχνω προς τα έξω….κρατώντας πάντα  σφιχτά  με το άλλο μου το χέρι τον σταυρό….Ακούω μια γνωστή φωνή…..
      --Γιώργη, σε ξύπνησα παιδί μου;
      Βγάζω το κεφάλι έξω και βλέπω τον σπιτονοικοκύρη μου, τον κυρ – Χρήστο με ανοιχτά τα πόδια να κουμπώνει το παντελόνι του.
      --Ρε κυρ – Χρήστο γιατί κατουράς δίπλα από το παράθυρο μου. Δεν πας πιο πέρα.
      Ήταν το βίτσιο του κυρ – Χρήστου την πρωινή σωματική του ανάγκη όταν ξάνοιγε ο καιρός και έπιανε Άνοιξη να την ευχαριστιέται στην άμμο αγναντεύοντας τη θάλασσα………..                                      








1 σχόλιο:

  1. ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ!ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΚΑΙ ΕΓΩ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΓΡΑΦΩ ΟΜΟΡΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ!

    ΟΤΙ ΛΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙ.ΣΚΕΠΤΕΣΑΙ ΘΥΜΑΣΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΑΓΑΠΑΣ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕΙΣ. ΜΕΡΙΚΑ ΤΑ ΑΠΟΣΙΩΠΑΣ.ΟΧΙ ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ ΑΛΛΑ ΛΙΓΑΚΙ ΣΑ ΝΑ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΛΙΓΑ ΚΑΙ ΣΑ ΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑΖΕΣΑΙ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ.............
    ............... ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή